Σε δεινή διπλωματική θέση βρίσκεται από χθες η Τουρκία, καθώς τα συμφέροντα των τριών χωρών που έχουν πρωταγωνιστικό γεωπολιτικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της, δηλαδή των ΗΠΑ, της Γαλλίας και του Ισραήλ, ευθυγραμμίζονται με τις ελληνικές θέσεις και η «πειρατική» εξόρμηση του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μετατρέπεται σε μπούμερανγκ για τον Ερντογάν.
Όλα δείχνουν ότι, μετά τη χθεσινή ημέρα πυκνών διπλωματικών διαβουλεύσεων και δηλώσεων, εξαιρετικά κρίσιμη για την πορεία των πραγμάτων θα είναι η Παρασκευή. Στην έκτακτη συνεδρίαση των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών με τηλεδιάσκεψη, αναμένεται να συζητηθούν από νέα βάση και με ευνοϊκότερους για την Ελλάδα οι πιθανές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, ενώ μετά τη συνάντηση του Νίκου Δένδια με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, αναμένεται να φανεί αν η Ουάσιγκτον θα αναλάβει πρωτοβουλία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για δοθεί τέλος στο επεισόδιο με το Oruc Reis.
Καταλυτική επίδραση στην επιτάχυνση των διπλωματικών εξελίξεων φαίνεται ότι παίζει το, επίσημα ανεπιβεβαίωτο, επεισόδιο με την πρόσκρουση ελληνικής φρεγάτας σε τουρκική φρεγάτα που συνοδεύει το Oruc Reis, από την οποία, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες αναφορές, το ελληνικό πλοίο υπέστη μικρές ζημιές και το τουρκικό πολύ σοβαρότερες. Η χθεσινή αναφορά Μητσοτάκη σε «κίνδυνο ατυχήματος» και η σχετική ανεπίσημη ενημέρωση που έγινε από την Αθήνα στο ΝΑΤΟ και σε συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν καταστήσει σαφές πλέον, τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι χωρίς μια διεθνή παρέμβαση ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου είναι άμεσος. Το πρόβλημα έγινε αντιληπτό και από την Άγκυρα, που έσπευσε να μετακινήσει βορειοανατολικά και εκτός ελληνικής υφαλοκρηπίδας το Oruc Reis, αν και δεν το απέσυρε από την περιοχή που έχει δεσμεύσει με τη Navtex.
Η κίνηση του Oruc Reis βορειοανατολικά (πηγή: marinetraffic)
Σε αυτό το πλαίσιο, ενθαρρυντικό για την ελληνική πλευρά είναι ότι όλες οι δυνάμεις που έχουν ισχυρό γεωπολιτικό και στρατιωτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή στηρίζουν ανοικτά την Ελλάδα, αφήνοντας μόνο τη Γερμανία να επιχειρεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις από Αθήνα και Άγκυρα, στην πραγματικότητα ευνοώντας την Τουρκία. ΗΠΑ, Γαλλία και Ισραήλ, έχοντας φθάσει στα όρια της ανοχής τους στη μεγαλοϊδεατική πολιτική Ερντογάν, φαίνεται ότι κινούνται από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά με κοινή επιδίωξη να αξιοποιήσουν αυτό το επεισόδιο ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για να θέσουν φραγμούς στην Άγκυρα:
- Η αμερικανική πλευρά, με τον Τραμπ εκτός κάδρου λόγω προεκλογικής εκστρατείας και τους διπλωμάτες και στρατιωτικούς να καθορίζουν την τακτική σε αυτή την φάση, έκανε ήδη από το αμέσως προηγούμενο επεισόδιο με το Oruc Reis σαφές ότι συντάσσεται με την Ελλάδα, στέλνοντας το αεροπλανοφόρο Eisenhower για αεροναυτικές ασκήσεις με ελληνικές δυνάμεις. Στη νέα φάση της αντιπαράθεσης, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ όχι μόνο εξέδωσε μια ανακοίνωση που «αδειάζει» την Τουρκία, αλλά έγινε δεκτό να συναντηθεί εκτάκτως στη Βιέννη ο Μ. Πομπέο με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών και μάλιστα την Παρασκευή, όταν θα συνεδριάζουν και οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. Αξιοσημείωτο στο πλαίσιο της ερμηνείας της αμερικανικής αντίδρασης είναι ότι από την πρώτη στιγμή, με μια εξαιρετικά θερμή δήλωση στο Twitter, ο Ντέιβιντ Χάρις, επικεφαλής της οργάνωσης – ομπρέλα του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ, κάλεσε επιτακτικά την Ουάσιγκτον να στηρίξει χωρίς μισόλογα την Ελλάδα.
- Η Γαλλία, που βλέπει ότι η Τουρκία όχι μόνο απειλεί να διαταράξει την ομαλότητα στην αξιοποίηση υδρογονανθράκων, αλλά ευθέως αμφισβητεί τη γεωπολιτική της κυριαρχία στη Μεσόγειο, παρενέβη δυναμικά χθες, μετά το τηλεφώνημα Μητσοτάκη – Μακρόν. Ο Γάλλος πρόεδρος όχι μόνο κάλεσε την Τουρκία να σταματήσει τις έρευνες, αλλά ανήγγειλε ότι θα στείλει και στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή, σε συνεργασία με την Ελλάδα. Όλα δείχνουν ότι το Παρίσι θα επιμείνει, κατά την τηλεδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε., την Παρασκευή, σε σκληρή γραμμή στο θέμα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας, φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση τη γερμανική πλευρά, που θέλει πάση θυσία να αποτρέψει τις κυρώσεις.
- Το Ισραήλ, που βλέπει τον Ερντογάν να αμφισβητεί την κατανομή των υδρογονανθράκων, αλλά και να ασκεί ευθέως υπονομευτική πολιτική εναντίον του, ακόμη και με την υποστήριξη της Χαμάς, ρίχνει το δικό του διπλωματικό βάρος υπέρ της Ελλάδας, όχι μόνο με την ξεκάθαρη δήλωση υποστήριξης, αλλά και με το κλείσιμο της έκτακτης επίσκεψης Δένδια σήμερα στην Ιερουσαλήμ, όπου θα γίνει δεκτός από τον πρωθυπουργό Νετανιάχου.
Έχοντας ξεμείνει πλέον από συμμάχους, ο Ερντογάν φαίνεται ότι αναζητεί τρόπο ευπρόσωπης αποχώρησης από το πεδίο των ερευνών του Oruc Reis, όπως δείχνουν οι δηλώσεις Ακάρ περί διαλόγου και η προηγούμενη πρόταση Ερντογάν για κάποιου είδους περιφερειακή διάσκεψη των κρατών της Αν. Μεσογείου. Η Αθήνα είναι έτοιμη για διερευνητικό διάλογο αλλά μόνο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και με παραπομπή των διαφωνιών στη Χάγη, αλλά αυτή η εκδοχή δεν ικανοποιεί τον Ερντογάν, που επιδιώκει μια άμεση αναγνώριση δικαιωμάτων της Τουρκίας σε ευρεία περιοχή στην Αν. Μεσόγειο.
Το πρόβλημα του Τούρκου ηγέτη, όμως, είναι ότι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στο διπλωματικό πεδίο δεν είναι πλέον σε θέση να επιβάλει όρους, αλλά θα πρέπει να αρκεσθεί σε ό,τι προσφερθεί από την αμερικανική πλευρά, που πιθανότατα θα αναλάβει το διαμεσολαβητικό ρόλο σε νατοϊκό πλαίσιο. Αν επιμείνει σε μαξιμαλιστικά αιτήματα, δύσκολα θα τον προστατεύσει ακόμη και η Μέρκελ από τις ευρωπαϊκές κυρώσεις, που θα μπορούσαν να «τσακίσουν» τη λίρα, καθώς έχουν εξαντληθεί πλέον τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας.
Όσον αφορά τις κυρώσεις, το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται στην Ε.Ε. είναι ακόμη πιο βαρύ για την Τουρκία από αυτό που επικράτησε τους προηγούμενους μήνες. Παρότι η Γερμανία θα επιχειρήσει να βρει τρόπους για να τις αποφύγει, όπως έχει και στο παρελθόν, το βασικό της επιχείρημα περί της ανάγκης να προχωρήσει και ο διάλογος με την Τουρκία έχει αποδυναμωθεί μετά τα τελευταία γεγονότα, που δίνουν ισχυρά επιχειρήματα στη Γαλλία για να υποστηρίξει ότι ο διάλογος με την Τουρκία δεν φέρνει αποτελέσματα χωρίς την απειλή ή και την επιβολή σοβαρών κυρώσεων.