Την πρώτη μεγάλη έκδοση ομολόγων, όπου το Δημόσιο θα βγει στην αγορά έχοντας ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, αρχίζουν ήδη να προετοιμάζουν στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, σύμφωνα με πληροφορίες, το Δημόσιο θα βγει στην αγορά μέσα στο τρίτο τρίμηνο του έτους με μια έκδοση αναφοράς 10ετών ομολόγων, μέσω της οποίας θα γίνει δυνατό να αποσυρθούν ακριβά διακρατικά δάνεια του πρώτου μνημονίου.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ημερομηνία - ορόσημο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι η 8η Σεπτεμβρίου, οπότε και είναι προγραμματισμένη η νέα αξιολόγηση της οικονομίας από τον καναδικό οίκο DBRS Morningstar, δηλαδή τον ίδιο οίκο που έδωσε και στην Πορτογαλία την επενδυτική βαθμίδα μετά την έξοδο της χώρας από το δικό της πρόγραμμα προσαρμογής.
Η DBRS κράτησε στις 10 Μαρτίου σταθερή τη βαθμολογία της Ελλάδας στο BB (high), καθώς εκείνη την περίοδο υπήρχε έντονη πολιτική αβεβαιότητα λόγω της τραγωδίας των Τεμπών και της επικείμενης, τότε, εκλογικής αναμέτρησης. Ο οίκος τόνισε ότι η βαθμολογία, που είναι σήμερα ένα σκαλί κάτω από το investment grade, μπορεί να αυξηθεί, δηλαδή να δοθεί το πολυπόθητο "τριπλό B", εάν συνεχισθεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και διατηρηθεί η δέσμευση σε μια δημοσιονομική προσαρμογή που θα κρατήσει το χρέος σε πτωτική τροχιά.
Αμέσως μετά τις εκλογές, ο οίκος εξέδωσε report, όπου χαρακτήρισε θετική την επικράτηση της ΝΔ και τόνισε ότι στη δεύτερη εκλογική διαδικασία θα μπορούσε η ΝΔ να κατακτήσει μια ισχυρή πλειοψηφία, κάτι που «θα φέρει άλλη μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα». «Η πιθανή νίκη της ΝΔ», ανέφερε ο οίκος, «θα της δώσει εντολή να συνεχίσει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων, αυξάνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας».
Με αυτά τα δεδομένα και με τη βασική υπόθεση ότι μετά τις εκλογές θα σχηματισθεί μια ισχυρή κυβέρνηση που θα συνεχίσει την ίδια πολιτική, η DBRS είναι πλέον πολύ πιθανό ότι θα αποδώσει και πάλι την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία. Αυτό θα αλλάξει εντελώς τις ισορροπίες στην εγχώρια αγορά ομολόγων, καθώς τα συντηρητικά επενδυτικά κεφάλαια που συνολικά διαχειρίζονται 28 τρισ. δολ., σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, θα έχουν τη δυνατότητα με βάση το καταστατικό τους να αγοράσουν και πάλι ελληνικά ομόλογα.
Η απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων ήδη διαμορφώνεται σε επίπεδα που ουσιαστικά προεξοφλούν την αναβάθμιση, καθώς έχει μειωθεί στο 3,6% - 3,7%, από 4,65% στην αρχή του έτους. Έτσι, δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για μια... πανηγυρική έξοδο του Δημοσίου στην αγορά μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, για μια μεγάλη έκδοση τίτλων αναφοράς με σχετικά χαμηλό (για την παρούσα περίοδο υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ) επιτόκιο δανεισμού.
Πληρωμή δανείων του α' μνημονίου
Το σχέδιο που έχει συζητηθεί στο οικονομικό επιτελείο και θα επανέλθει στο τραπέζι όταν εγκατασταθεί η νέα πολιτική ηγεσία του υπ. Οικονομικών, προβλέπει ότι, προκειμένου να δοθεί ένα καλό «σήμα» στις αγορές, τα έσοδα από αυτή την έκδοση δεν θα καλύψουν τρέχουσες ανάγκες του προϋπολογισμού, αλλά θα αξιοποιηθούν για να βελτιωθεί το προφίλ του ελληνικού χρέους, μέσα από την πρόωρη αποπληρωμή ακριβών διακρατικών δανείων του πρώτου μνημονίου. Με την ίδια κίνηση, που θα φέρει πρόωρα κεφάλαια στις χώρες της ευρωζώνης που είχαν δανείσει τότε την Ελλάδα, η Αθήνα θα ενισχύσει και τις καλές σχέσεις με τους εταίρους στην ευρωζώνη.
Το σχέδιο προβλέπει ότι με ένα συνδυασμό εσόδων από την έκδοση ομολόγου και κεφαλαίων από το «μαξιλάρι» ρευστότητας που διαθέτει το υπ. Οικονομικών θα πληρωθούν μαζί δύο δόσεις από τα διακρατικά δάνεια του πρώτου μνημονίου, ύψους 5,29 δισ. ευρώ. Τα δάνεια αυτά έχουν τους λιγότερο χαριστικούς όρους από όλα τα δάνεια που έλαβε η Ελλάδα από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ και είναι αρκετά υψηλού κόστους, αφού το επιτόκιο τους έχει ορισθεί σε Euribor + 50 μονάδες βάσης. Με βάση τα νέα δεδομένα για τον δανεισμό του κράτους, εκτιμάται ότι το κόστος άντλησης ρευστότητας από την αγορά με ομόλογα θα είναι ελαφρώς χαμηλότερο από το κόστος αυτών των δανείων.
Μια σημαντική παράμετρος της πολιτικής δανεισμού του Δημοσίου είναι ότι πρέπει να αποδεικνύει στις αγορές και τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς ότι η διαδικασία υποκατάστασης των δανείων με χαριστικούς όρους από την Ευρώπη με άλλα δάνεια από την αγορά, που θα έχουν υψηλότερο κόστος, δεν θα οδηγήσει σε υπέρογκη επιβάρυνση του κράτους από δαπάνες τόκων, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό θα μπορέσει, πιθανότατα, να επιτευχθεί με αυτή τη σχεδιαζόμενη έκδοση ομολόγων για την αποπληρωμή ακριβότερου χρέους στον επίσημο τομέα.