Πολιτική

Στα $65 δισ. έφθασε την προσφορά της η Bayer για τη Monsanto


Για δεύτερη φορά αύξησε την προσφορά του ο γερμανικός όμιλος χημικών Bayer προκειμένου να εξαγοράσει την αμερικανική εταιρεία σπόρων και εντομοκτόνων Monsanto. 

Τον περασμένο Ιούλιο η Bayer είχε αυξήσει την αρχική προσφορά της των 122 δολαρίων ανά μετοχή της Monsanto σε 125 δολάρια. Αλλά μετά τη νέα απόρριψη της προσφοράς από την αμερικανική εταιρεία, η Bayer επανήλθε την Τρίτη με νέα προσφορά 127,5 δολαρίων ανά μετοχή.

Με την τρίτη αυτή προσφορά η Bayer δηλώνει διατεθειμένη να διαθέσει 65 δισ. δολάρια (58,3 δισ. ευρώ) για να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη εταιρεία εντομοκτόνων και αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως. Η γερμανική εταιρεία διευκρίνισε ότι οι διαπραγματεύσεις με την αμερικανική βρίσκονται σε προχωρημένο σημείο, ωστόσο προειδοποίησε ότι ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι θα ευοδωθούν.

Η τιμή της μετοχής της Bayer έχει χάσει περίπου το ένα πέμπτο της αξίας της από την αρχή του τρέχοντος έτους και έχει υποχωρήσει στα 94,24 ευρώ (τιμή κλεισίματος τη Δευτέρα), με αποτέλεσμα η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας να έχει πέσει στα 78 δισ. ευρώ.

 Η τιμή της μετοχής της Monsanto έχει αυξηθεί κατά 9% από την αρχή του 2016 και την περασμένη Παρασκευή έκλεισε στα 107,44 δολάρια ανεβάζοντας την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας λίγο πάνω από τα 47 δισ. δολάρια. Τη Δευτέρα η Wall Street ήταν κλειστή λόγω της αργίας της Ημέρας των Εργαζομένων (Labor Day).

 Η Bayer παράγει σπόρους και χημικά εντομοκτόνα, ωστόσο είναι περισσότερο γνωστή παγκοσμίως για τα προϊόντα ιατρικής φροντίδας που παρασκευάζει, όπως είναι η Ασπιρίνη και το επίσης αναλγητικό Alka-Seltzer.

 Ενστάσεις για τη διαδικασία ενοποίησης του κλάδου χημικών και τροφίμων εκφράζουν ενώσεις καλλιεργητών και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς φοβούνται ότι οι μεγάλες συγχωνεύσεις σαν κι αυτή που έχουν στα σκαριά οι Bayer και Monsanto μπορούν να τους στερήσουν επιλογές προμηθευτών και ως εκ τούτου να οδηγήσουν σε αυξήσεις των τιμών.

 

Ενστάσεις για τη συγκεκριμένη προσφορά εξαγοράς της αμερικανικής εταιρείας από τη γερμανική εκφράζουν και ευρωπαϊκοί κύκλοι που φοβούνται μήπως ανοίξει ευκολότερα ο δρόμος για την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων και τροφίμων από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.