«Πρέπει να αντιτάξουμε όλες και όλοι τον δικό μας εαυτό στο να μην πισωγυρίσει η Ευρώπη σε άκρα και σε ακρότητες και κάποια στιγμή να αντισταθούμε στη μεγαλύτερη γάγγραινα του πολιτικού συστήματος, η οποία κρύβει τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία, που είναι ο λαϊκισμός», δήλωσε ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή, Άρης Σπηλιωτόπουλος τον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για το διακύβευμα των ευρωεκλογών της ερχόμενης Κυριακής.
Ερωτηθείς αν τον αφορά το προσκλητήριο που απηύθυνε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση ευρέως προοδευτικού μετώπου απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς, ο κ. Σπηλιωτόπουλος απάντησε: «Προφανώς. Τον οιονδήποτε συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία τον αφορά αυτό το ζήτημα. Γιατί, όποιος συμμετέχει σε μια διαδικασία, συμμετέχει με ένα πρόσημο προσήλωσης στο λεγόμενο δημοκρατικό τόξο των δυνάμεων. Αν λοιπόν το πρόσωπό του είναι δημοκρατικό, ένα τέτοιο προσκλητήριο τον αφορά, γιατί αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία δεν μπορεί να επαναληφθεί με όρους μεσοπολέμου. Διότι αν επαναλάβουμε τα ίδια σφάλματα, τα οποία βλέπουμε μετά την πτώση της Βαϊμάρης -πολλά τέτοια φαινόμενα έχουμε ζήσει σε αυτή την Ευρώπη και με άλλες αφορμές- η ιστορία θα είναι φάρσα».
Σχετικά με τη δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ο πρώην υπουργός παρατήρησε: «Είναι σαφές, γιατί πολλές φορές αυτό ήταν το αναπόφευκτο, το αναγκαίο ή πολλές φορές και το ζητούμενο. Απορώ πώς αυτό δεν το είχαμε αντιληφθεί τα προηγούμενα χρόνια».
«Οι συναινέσεις στα μείζονα και σημαντικά τις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρξαν. Αντίθετα, με ευθύνη όλων μας -και πολιτικών και πολιτών- υπήρξε μια στείρα αντιπαράθεση λόγων, μία όξυνση του πολιτικού διαλόγου, μία ρεβανσιστική αντίληψη του εκάστοτε που κατείχε προσωρινά την εξουσία, με αποτέλεσμα πολλές φορές αντί να αθροίζουμε να αφαιρούμε και να διαιρούμε. Βεβαίως και το σύστημα το ίδιο δεν επέτρεπε, δηλαδή το γεγονός ότι ποτέ δε μιλούσαμε ουσιαστικά σε αυτόν τον τόπο για τα πραγματικά προβλήματα, μας έφτασε εκεί που μας έφτασε. Έτσι αναζητήσαμε αλλού τις ευθύνες για το θέμα της χρεοκοπίας, αναζητούσαμε αλλού τις ευθύνες εκτός από τον εαυτό μας για το πώς θα ξεφύγουμε από τα μνημόνια, αναζητούσαμε αλλού την ανάπτυξη που δεν ήλθε ποτέ και δε συνειδητοποιούσαμε ότι ο καθένας πρέπει να βάλει το δικό του έργο, τη δική του συνεισφορά, για να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο μπροστά», εξήγησε.
«Αυτή τη στιγμή», συνέχισε ο κ. Σπηλιωτόπουλος, «η Δημοκρατία, όπως την είχαμε γνωρίσει τις προηγούμενες δεκαετίες έχει υποστεί σοβαρότατους κλυδωνισμούς και ισχυρές αμφισβητήσεις», καθώς «οι πολίτες σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουν ότι κάποιες ελίτ διαχειρίζονται την τύχη εις βάρος τους, αισθάνονται περιθωριοποιημένοι, μη έχοντας τη δυνατότητα να συμμετέχουν στη λεγόμενη κοινωνική κινητικότητα -αισθάνονται ότι δεν έχουν πρόσβαση στα αγαθά της Παιδείας, για καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, την Υγεία κ.ο.κ.» και «αυτό μαζί με την οικονομική ανισότητα -το 1% του πληθυσμού έχει ακόμα και σήμερα όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου- δημιουργεί στις μεγάλες πλειοψηφίες των πολιτών μία πίεση, η οποία εκ των πραγμάτων συσσωρεύει θυμό και ο θυμός κάνει τους πολίτες αυτούς να είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν ακρότητες κι εκεί ακριβώς θα δείτε γιατί είχαμε την εκλογή Τραμπ, γιατί είχαμε το Brexit, γιατί είχαμε μη πολιτικές λύσεις στην Ιταλία, την Ουγγαρία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης».
«Η Δημοκρατία μπορεί να αντέξει σήμερα;», αναρωτήθηκε ο πρώην υπουργός και απάντησε: «Η απάντηση είναι κατά πόσο όλες και όλοι μαζί μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε με σύγχρονες έννοιες την ίδια την ουσία της Δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν μπορεί να αντέξει, αν δεν δώσουμε ξανά τον συμμετοχικό χαρακτήρα που λείπει, αν οι πολίτες δηλαδή δεν αισθανθούν ότι μπορούν και πάλι να συμμετάσχουν στη λήψη της απόφασης».