Την ευνοϊκή συγκυρία στην αγορά, όπου οι τίτλοι ελληνικών τραπεζών ξαφνικά έγιναν… σέξι, όπως έγραψε χαρακτηριστικά το Bloomberg, σπεύδει να αξιοποιήσει και η Εθνική Τράπεζα, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με την Τράπεζα Πειραιώς.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το deal έχει ουσιαστικά κλείσει από τους αναδόχους της έκδοσης, Goldman Sachs και Morgan Stanley, που έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχει ενδιαφέρον από δεκάδες funds, για μια έκδοση της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ, με αρκετά «ζουμερό» επιτόκιο, που πάντως δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 9%. Το πιθανότερο είναι η έκδοση να ολοκληρωθεί μέσα στην εβδομάδα, δηλαδή λίγο πριν τις εκλογές.
Η έκδοση αυτή θα είναι η πρώτη μιας σειράς εκδόσεων τίτλων χαμηλής κατάταξης (Tier 2) και αργότερα υψηλής κατάταξης (senior – Tier 1), που έχει προγραμματίσει η Εθνική Τράπεζα. Όπως σημειώνεται στην πρόσφατη παρουσίαση του επιχειρησιακού σχεδίου της τράπεζας σε ξένους επενδυτές, το συνολικό ύψος αυτών των τίτλων στο παθητικό της τράπεζας θα φθάσει από το μηδέν, σήμερα, σε περίπου 2 δισ. ευρώ, το 2022.
Όπως ανέφερε το “Bloomberg” πριν από λίγες ημέρες, σχολιάζοντας την έκδοση ομολόγων της Τρ. Πειραιώς, το ασταμάτητο κυνήγι αποδόσεων στην Ευρώπη έκανε την Πειραιώς, μια από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες της Ελλάδας, να ενεργοποιήσει τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές για πρώτη φορά από τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Σύμφωνα με τον Μάνο Χατζηδάκη, αναλυτή της Beta, «η Τράπεζα Πειραιώς ήταν η πρώτη συστημική τράπεζα που εκμεταλλεύθηκε το ευνοϊκό κλίμα για εταιρικούς τίτλους με ελληνικό ρίσκο στην Αγορά σταθερών αποδόσεων με χαμηλές εξασφαλίσεις. Το κύριο και βασικό κέρδος αυτής της έκδοσης είναι η αγορά χρόνου από την διοίκηση της τράπεζας για την διεκπεραίωση της πώλησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η τράπεζα αύξησε το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κατά 90 μονάδες βάσης φθάνοντας το 14,6%. Σε αυτό δεν υπολογίζεται η συνεισφορά της συμφωνίας διαχείρισης με την Intrum η οποία προσθέτει περίπου άλλες 80 μονάδες βάσης ανεβάζοντας το σχετικό δείκτη στο 15,5%.
Έτσι η Τράπεζα Πειραιώς αποκτά απόσταση ασφαλείας από τους επιμέρους δείκτες φερεγγυότητας (SREP) οι οποίοι για το 2019 ήταν στο 14%. Ακόμα και αν η τράπεζα έχει μηδενική κερδοφορία φέτος το ύψος των δεικτών φερεγγυότητας επιτρέπει ως το τέλος του 2020 την συνέχιση της προσπάθειας χωρίς την προσφυγή στις αγορές.
Θα πρέπει ωστόσο να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι το 2020 είναι έτος ελέγχου ποιότητας ενεργητικού (AQR) για όλες τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες και δεν αποκλείεται σε αυτό πλαίσιο να δούμε και άλλες ενέργειες αύξησης του περιθωρίου ασφαλείας που θα ενισχύσουν την ικανότητα της τράπεζας να ανταπεξέλθει τόσο στο βασικό όσο και στο δυσμενές σενάριο των υποθέσεων της ΕΒΑ».