Πέντε κινδύνους για τις ελληνικές τράπεζες επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor's, στην ανάλυση που έδωσε στη δημοσιότητα για να εξηγήσει την αναβάθμιση των αξιολογήσεών τους κατά ένα «σκαλοπάτι», μετά την αντίστοιχη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, την περασμένη Παρασκευή.
Η γενική διαπίστωση του οίκου είναι οι ελληνικές τράπεζες λειτουργούν σε ένα μακροοικονομικό περιβάλλον που θα βελτιωθεί από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ διαθέτουν πλούσια ρευστότητα χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και τις χρηματοδοτήσεις με αρνητικό επιτόκιο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το υπόλοιπο των οποίων ξεπερνούσε τα 40 δισ. ευρώ στα τέλη Μαρτίου, όπως επισημαίνει ο οίκος.
Σε αυτό το πλαίσιο, δικαιολογείται η αναβάθμιση των αξιολογήσεων, αλλά και το πέρασμα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος σε καλύτερη ομάδα, από τις δέκα ομάδες εθνικών τραπεζικών συστημάτων που παρακολουθεί η S&P και τις κατατάσσει με βάση το βαθμό κινδύνου. Έτσι, η Ελλάδα φεύγει από την ένατη ομάδα και ανεβαίνει στην όγδοη, παραμένοντας πάντως σε μεγάλη απόσταση από την Ευρώπη, καθώς σε αυτή την ομάδα «συγκάτοικοι» είναι χώρες με αρκετά υψηλό κίνδυνο: Ρωσία, Γεωργία, Ιορδανία, Καζακστάν και Αρμενία.
Ανάμεσα στις γραμμές της ανάλυσης της S&P, περιλαμβάνονται επισημάνσεις αρκετά σοβαρών κινδύνων για το μέλλον των ελληνικών τραπεζών, παρότι ο οίκος αναγνωρίζει τη γενικά θετική πορεία τους προς την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, τη βελτίωση της κερδοφορίας και την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης. Ειδικότερα,
- Ο πρώτος κίνδυνος που επισημαίνεται αρκετά εμφατικά από τον οίκο αξιολόγησης και τον οποίο κατ' επανάληψη έχει τονίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, ζητώντας από την κυβέρνηση να δώσει λύση, εάν δεν επιθυμεί να εγκρίνει το σχέδιο της ΤτΕ για bad bank, είναι η χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων. Όπως τονίζει η S&P, στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ υψηλή η συμμετοχή των αναβαλλόμενων φόρων στα κεφάλαια (ξεπερνά το 60%, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της ΤτΕ). Σημειώνεται ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις δεν είναι καταβεβλημένο κεφάλαιο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για την απορρόφηση ζημιών και, εάν αυτό συμβεί, είναι υποχρεωμένες από το νόμο να εκδίδουν μετοχές υπέρ του Δημοσίου.
- Ο δεύτερος κίνδυνος που επισημαίνεται είναι η ασθενής κερδοφορία, η οποία δεν επιτρέπει στις τράπεζες να δημιουργούν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο για να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους βάσης. Όπως επισημαίνει η S&P, στις συνθήκες της πανδημίας έχει ενταθεί ο ανταγωνισμός των τραπεζών και πιέζει τα πιστωτικά περιθώρια και τα έσοδα από προμήθειες. Παρά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, οι τράπεζες έχουν αρκετό δρόμο μπροστά τους μέχρι να βελτιώσουν την απόδοσή τους, καθώς οι πιέσεις από τον ανταγωνισμό εκτιμάται ότι θα κρατήσουν ως το τέλος του 2022.
- Ο τρίτος κίνδυνος είναι να μην επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των τραπεζικών διοικήσεων για πολύ γρήγορη εξυγίανση χαρτοφυλακίων και μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων ως το τέλος του 2022. Η S&P δείχνει επιφυλακτική έναντι των νέων στόχων, εκτιμώντας ότι στο τέλος του 2022 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα είναι χαμηλότερος του 20%, όχι όμως και χαμηλότερος του 10%.
- Τέταρτος κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τα εκτεταμένα προγράμματα τιτλοποιήσεων των τραπεζών, στο πλαίσιο των δύο φάσεων του σχεδίου «Ηρακλής». Η S&P υπογραμμίζει ότι για έχουν ήδη ολοκληρωθεί αρκετές τιτλοποιήσεις μέσα στο 2020 και τους πρώτους μήνες του 2021, αλλά γι' αυτές που έχουν ανακοινωθεί από τις τράπεζες και θα προωθηθούν τους επόμενους μήνες υπάρχει πάντα ένα ερωτηματικό για τη στάση των επενδυτών, καθώς τα funds που αγοράζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ήδη αρκετά μεγάλη μόχλευση (δανειακά ανοίγματα).
- Ο πέμπτος κίνδυνος αφορά γενικότερα την αβεβαιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας, λόγω των εξελίξεων στο «μέτωπο» της πανδημίας και την επίδραση που μπορεί να έχει μια χειρότερη από το αναμενόμενο επίδοση της οικονομίας στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Η γενική πρόβλεψη του οίκου, με τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι ένα υψηλό ποσοστό δανείων που πέρασαν σε αναστολή λόγω της πανδημίας, το οποίο φθάνει το 25%, θα περάσουν τελικά στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων. Γενικά πάντως, η μείωση των NPE μέσω τιτλοποιήσεων θα ξεπεράσει τα νέα κόκκινα δάνεια και οι τράπεζες εκτιμάται ότι θα καταφέρουν να συνεχίσουν τη μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων.