Στη σημαντική πρόκληση της διάθεσης του 37% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για την υποστήριξη πράσινων στόχων της Οικονομίας αναφέρθηκε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης μιλώντας στο ενεργειακό συνέδριο Athens Energy Dialogues.
Όπως επισήμανε το Ταμείο στοχεύει στο να κινητοποιήσει ιδιωτικά κεφάλαια με βάση συγκεκριμένες επιλεξιμότητες όπως έργα ΑΠΕ, εξοικονόμησης ενέργειας, προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή καθώς και έργων υποδομών που σχετίζονται με τις Μεταφορές. Εξήγησε ότι στόχος είναι η κινητοποίηση σημαντικών δυνάμεων από τον ιδιωτικό τομέα χρησιμοποιώντας Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα για την πραγματοποίηση δημοσίων επενδύσεων, Εταιρείες Παροχής Ενεργειακών Υπηρεσιών για την πραγματοποίηση έργων ενεργειακής απόδοσης στον δημόσιο τομέα και συγχρηματοδοτήσεις μέσω ποικίλων χρηματοδοτικών εργαλείων ώστε να συγκεντρώσει σημαντικότατα επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια για τις επιλέξιμες ιδιωτικές επενδύσεις. Τόνισε ότι θα υπάρχει διαθεσιμότητα πόρων ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 με ελάχιστη γραφειοκρατία όσον αφορά την έγκριση των επενδύσεων.
Ο κ. Σκυλακάκης συμπλήρωσε ότι οι σχετικές προκηρύξεις θα παραμείνουν ανοιχτές έως ότου εξαντληθούν οι διαθέσιμοι πόροι, επισημαίνοντας ότι ο κεντρικός στόχος είναι «να εξασφαλίσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα». Εξέφρασε δε την αισιοδοξία ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα κινηθούν προσεχώς με πολλή μεγάλη ταχύτητα και συμβούλευσε τους ιδιώτες να ξεκινήσουν άμεσα τη διαμόρφωση των επενδυτικών τους σχεδίων. Επισήμανε ότι τόσο έργα με μεγαλύτερη ωριμότητα -όπως έργα διασυνδέσεων- όσο και έργα με μικρότερο βαθμό ωριμότητας πρόκειται να ενταχθούν θέτοντας έναν χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2023, οπότε «τα προγράμματα θα πάρουν μπρος για τα καλά», όπως είπε. Οι προωθούμενες επενδύσεις είναι ιδιωτικές επενδύσεις συγχρηματοδοτούμενες (τουλάχιστον κατά 50%) με τα ίδια κεφάλαια των επενδυτών και δάνεια προερχόμενα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ή/και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς θεσμούς (EIB, EBRD) και αφορούν επιχειρηματικές προτάσεις που προωθούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Στην προτεραιοποίηση των πράσινων επενδύσεων που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση αναφέρθηκε η Αλεξάνδρα Σδούκου, γενική γραμματέας Ενέργειας και Φυσικών Πόρων του ΥΠΕΝ. Επικαλούμενη πρόσφατες στατιστικές της IEA σχολίασε ότι αν και οι επενδύσεις στην ενέργεια μειώθηκαν κατά 20% μέσα στο 2020 οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και ενεργειακή αποδοτικότητα ανθεκτικότητα σε αντίθεση με τον τομέα των ορυκτών καυσίμων που επηρεάστηκε περισσότερο. Παρατήρησε ότι στο τοπίο της ενεργειακής μετάβασης και δεδομένης της βελτιστοποίησης των διαδικασιών ανάπτυξης έργων, οι ΑΠΕ «βελτιώνουν τη συγκριτική τους θέση» καθώς για κάθε ευρώ που επενδύεται επιτυγχάνεται «ποιοτικά καλύτερο και ποσοτικά μεγαλύτερο αποτέλεσμα». Αναφερόμενη στην ενεργοποίηση του μηχανισμού για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων σχολίασε ότι όση ισχύς ΑΠΕ και να προστεθεί στο Σύστημα, η ενεργειακή μετάβαση θα πραγματοποιηθεί με την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας αναδεικνύοντας -σε αυτό το επίπεδο- το ρόλο που θα διαδραματίσουν οι νευραλγικοί τομείς της αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος και οι Μεταφορές. Πρόσθεσε μάλιστα ότι βρίσκονται σε σχεδιασμό νέα προγράμματα «Εξοικονομώ» μέσα στο 2021 που θα απευθύνονται σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις αλλά και δημόσια κτίρια. Σε ό,τι αφορά την ηλεκτροκίνηση αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η κυβέρνηση σχετικά με την κινητροδότηση και την ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών φόρτισης. «Θέλουμε να διευκολύνουμε τις επενδύσεις» δήλωσε κλείνοντας, δίνοντας ως παράδειγμα το εμβληματικό project της απολιγνιτοποίησης στο οποίο διανοίγεται «πεδίο δόξης λαμπρό» με τους πόρους που πρόκειται να εκταμιευτούν σύντομα.
Την ανάγκη συνδυασμού πολλών παραγόντων εντός ενός αναπτυξιακού εργαλείου όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως οι ΑΠΕ και η απολιγνιτοποίηση, ανέδειξε κατά την τοποθέτησή του ο Αθανάσιος Σαββάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος και του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, προσθέτοντας ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθούν πολλά βήματα προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος. Επεσήμανε ότι ο βασικός στόχος παραμένει η ανάπτυξη μιας παραγωγικής βάσης μεταποιητικής δραστηριότητας με στόχο την παραγωγή προϊόντων με προστιθέμενη αξία. Εκτίμησε ότι το φιλόδοξο σχέδιο της απολιγνιτοποίησης έχει μεγάλες πιθανότητες να στεφθεί με επιτυχία καθότι απολαμβάνει αυξημένη χρηματοδότηση ενώ υπογράμμισε ότι ζητούμενο αποτελεί η αναπτυξιακή ανάκαμψη των λιγνιτικών περιοχών με υπερκάλυψη των χαμένων θέσεων εργασίας και ώθηση των αναπτυξιακών δραστηριοτήτων όπως το εμπόριο, η έξυπνη αγροτική παραγωγή και εκπαίδευση.
Η Ευρώπη βαδίζει στο δρόμο προς την Ενεργειακή Ένωση. Οι «πράσινες» επενδύσεις και η «καθαρή» ενέργεια συνιστούν το μέσο για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal) προκειμένου η Ευρώπη να αποτελέσει έως το 2050 την πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο. Η πρόσφατη πανδημία δεν ανέκοψε αυτή την πορεία αντίθετα, ενίσχυσε την αναγκαιότητα ταχύτερης μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο περισσότερο φιλικό στο περιβάλλον.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτών των πρωτοβουλιών. Το Εθνικό μας Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), μεσοπρόθεσμα έως το 2030, αποτελεί μία φιλόδοξη εθνική στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση σε μία ανταγωνιστική οικονομία. Το ΕΣΕΚ αποτελεί βασικό πυλώνα του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία («Έκθεση Πισσαρίδη») ενώ ενσωματώνεται τόσο στους σχεδιασμούς της χώρας στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και σε αυτούς της Πολιτικής Συνοχής για την περίοδο 2021-2027. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν πολιτικές όπως το Σχέδιο για τη Δίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση (ΣΔΑΜ) αλλά και οι αντίστοιχοι πόροι που θα δεσμευτούν στο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2021-2025 (ΕΠΑ).
Η χώρα μας πλέον διαθέτει τόσο ολοκληρωμένα σχέδια και στοχευμένες πολιτικές για την «πράσινη ανάπτυξη», όσο και τους αναγκαίους εθνικούς και κοινοτικούς χρηματοδοτικούς πόρους για να τις υλοποιήσει (και που αθροιστικά προσεγγίζουν τα 12 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία). Μπορούμε λοιπόν βάσιμα να αισιοδοξούμε πως στα επόμενα χρόνια θα εκμεταλλευτούμε τις σημαντικές δυνατότητές μας στον τομέα του περιβάλλοντος και της ενέργειας, ενισχύοντας την ενεργειακή μας ασφάλεια, προωθώντας τους ευρωπαϊκούς στόχους και ταυτόχρονα συμβάλλοντας στη δυναμική και βιώσιμη ανάταξη της οικονομίας μας.