Πολύ κοντά φέρνει Γερμανία και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο η συμφωνία στο Eurogroup για τα μέτρα της διετίας 2019-2020, όμως η ελληνική πλευρά ανησυχεί έντονα ότι ο συμβιβασμός των δανειστών, ακόμη και αν επιτευχθεί μέσα στον Μάιο, δεν θα επιτρέψει στην κυβέρνηση πανηγυρισμούς για χαλάρωση της λιτότητας στο ορατό μέλλον, αν και είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Αλέξης Τσίπρας, με μια δήλωση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις Χριστιανοδημοκρατών πολιτικών στην Γερμανία, προειδοποίησε χθες τους δανειστές ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος πρέπει να είναι ικανά να εντάξουν τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και αποτελούν προϋπόθεση για να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν για το 2019 και το 2020.
Αντίστοιχα, στο κείμενο της χθεσινής απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ τονίζεται ότι «τα αρνητικά μέτρα που έχουν συμφωνηθεί θα εφαρμοστούν μόνο υπό την προϋπόθεση της ρύθμισης του ελληνικού χρέους».
Συμφωνία κυριών
Ουσιαστικά, αφού πλέον η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί το «πακέτο Τόμσεν» για τα μέτρα με στόχο εξοικονόμησης 2%, δεν θα έχει στο εξής άλλη σημαντική εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις για τα πλεονάσματα και το χρέος, οι οποίες θα γίνουν μεταξύ Ευρωπαίων (ορθότερα: Γερμανών) και ΔΝΤ.
Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερα σημαντική για την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων θεωρείται η συνάντηση που θα έχουν σήμερα στο Βερολίνο η Άνγκελα Μέρκελ και η Κριστίν Λαγκάρντ, ενάμιση μήνα μετά την προηγούμενη συνάντησή τους, όπου για πρώτη φορά η Γερμανίδα καγκελάριος φέρεται, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της “Handelsblatt”, να διαβεβαίωσε τη γενική διευθύντρια του Ταμείου ότι θα αποδεχόταν μια ρύθμιση του ελληνικού χρέους, εφόσον η ελληνική πλευρά τηρούσε τις δικές της υποχρεώσεις για τα μέτρα του 2%.
Η σημερινή συνάντηση των δύο ισχυρών κυριών θα γίνει σε αρκετά διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον από την προηγούμενη, καθώς το θέμα της Ελλάδας έρχεται στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής αντιπαράθεσης, με στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών να ζητούν από τον Β. Σόιμπλε να τηρήσει σκληρή στάση έναντι του Αλέξη Τσίπρα, επειδή, όπως λένε, αναιρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση στο Eurogroup. Την ίδια στιγμή, οι Χριστιανοδημοκράτες «τρέχουν» προεκλογικό, επιθετικό σποτ κατά του Μάρτιν Σουλτς, κατηγορώντας το νέο ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών ότι θέλει να χαρίσει χρέη στην Ελλάδα.
Τέλος στις χαοτικές διαφορές
Πέρα από τον πολιτικό «θόρυβο», όμως, γεγονός είναι ότι η συμφωνία στο Eurogroup κλείνει σε πολύ μεγάλο βαθμό (εις βάρος της Ελλάδας...) το τεράστιο χάσμα που υπήρχε ως τώρα στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και της Κομισιόν για το ελληνικό χρέος.
Όπως έχει γράψει το Ταμείο στην τελευταία έκθεση βιωσιμότητας, αναλύοντας αυτές τις διαφορές, πριν εγκριθούν τα νέα μέτρα για το 2019-2020, το ΔΝΤ «έβλεπε» ότι το ελληνικό χρέος το 2060 θα ήταν περίπου 160% του ΑΕΠ μεγαλύτερο από όσο υπολόγιζε η Κομισιόν, ενώ οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες θα ήταν 40% μεγαλύτερες!
Αυτές οι τρομακτικές διαφορές, όπως σημείωνε το Ταμείο, οφείλονται κατά κύριο λόγο στις διαφορές εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι διαφορές, οι προβλέψεις θα συνέκλιναν κατά 140% (για τη σχέση χρέους/ΑΕΠ) και κατά 30% (για τις χρηματοδοτικές ανάγκες).
Με την προσθήκη 2% του ΑΕΠ στο προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα από το 2020 και μετά, χάρη στα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο όριο, είναι προφανές ότι το Ταμείο θα αναπροσαρμόσει σημαντικά τις προβλέψεις του και θα καλυφθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαφοράς από τις αντίστοιχες των Ευρωπαίων.
Επίσης, τα μέτρα αυτά, που είναι «φιλικά στην ανάπτυξη», κατά τον Π. Τόμσεν, θα επηρεάσουν και την πρόβλεψη του Ταμείου για το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης, που τον είχε «τσεκουρώσει» δύο φορές, περιορίζοντάς τον στο 1%, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των Ευρωπαίων.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις επιτρέπουν πλέον στο Ταμείο να φθάσει πολύ κοντά, αν όχι να ταυτισθεί, με τις προβλέψεις των Ευρωπαίων, ώστε τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα χρειασθεί να προτείνει να μην ξεφεύγουν από τα όρια των ευρωπαϊκών θεσμών (για παράδειγμα, να μη χρειασθεί επιβολή πλαφόν στο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας, την οποία απορρίπτει κατηγορηματικά η Γερμανία).
Σκληρή λιτότητα με... γλυκαντικό το QE
Το τελευταίο σοβαρό θέμα που μένει να συμφωνήσουν οι δανειστές για να υπάρξει απόφαση στο Eurogroup του Μαΐου για την ελάφρυνση του χρέους είναι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα, που βεβαίως συνδέονται στενά με το πόσο σκληρή λιτότητα θα χρειασθεί να εφαρμόζει η Ελλάδα σε βάθος χρόνου.
Σε αυτό το σημείο, η συμφωνία του Eurogroup δεν βοηθάει ιδιαίτερα την Ελλάδα. Το Ταμείο ζητούσε μεγάλη ελάφρυνση χρέους, επειδή εκτιμούσε ότι η Ελλάδα μακροπρόθεσμα δεν θα μπορούσε να διατηρήσει ένα πλεόνασμα μεγαλύτερο από 1,5%. Τώρα, όμως, έχουν προστεθεί τα μέτρα που εξοικονομούν 2% του ΑΕΠ, άρα το Ταμείο δεν έχει πολλά επιχειρήματα για να αντισταθεί στην πίεση του Β. Σόιμπλε να διατηρηθεί για πολύ μεγάλη περίοδο, ακόμη και για δέκα χρόνια, ο στόχος του 3,5%.
Με αυτά τα δεδομένα, η προσδοκία της κυβέρνησης να μειωθεί στα 3-5 χρόνια ο στόχος για 3,5% φαίνεται πλέον ανεδαφική και ο συμβιβασμός ΔΝΤ-Γερμανίας πιθανότατα θα είναι πιο κοντά στις απαιτήσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, κάτι που θα σημαίνει «κλείδωμα» της οικονομικής πολιτικής σε πολύ αυστηρή λιτότητα τουλάχιστον για επτά χρόνια.
Ο μόνος στόχος της ελληνικής πλευράς, τον οποίο θα εξυπηρετούσε μια τέτοια συμφωνία μεταξύ των δανειστών, θα ήταν η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ώστε ακόμη και εντός του τρέχοντος έτους να γίνει η «πιλοτική» έκδοση νέων ομολόγων. Η ευφορία που θα δημιουργούσε στην οικονομία η συμφωνία για το χρέος είναι, ουσιαστικά, το μοναδικό «αντίβαρο» στην αναμενόμενη αποτυχία να έλθει στο ορατό μέλλον η χαλάρωση της λιτότητας...