Το ντιμπέιτ δεν προσέφερε συγκινήσεις ούτε έβγαλε ειδήσεις, ωστόσο επανέφερε στο πολιτικό προσκήνιο την υπόθεση των υποκλοπών. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, ορμώμενοι από την παραδοχή του πρωθυπουργού ότι υπήρξε σκάνδαλο στο οποίο, μάλιστα, δεν έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις, «ξιφουλκούν» κατά της κυβέρνησης και προσωπικά κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το Μαξίμου επιχειρεί να υποβιβάσει το θέμα, αποφεύγοντας να εισέλθει επί της ουσίας σε μια ευθεία αντιπαράθεση με τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία συμπορεύονται και ταυτίζονται τρόπον τινά στην υπόθεση των υποκλοπών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανεβάζει και πάλι τα ντεσιμπέλ της κριτικής, επιδιώκοντας να στρέψει τις ευθύνες προς τον πρωθυπουργό, τον οποίο άλλωστε είχε κατονομάσει ως ενορχηστρωτή του σκανδάλου. Εκτιμά ότι η ανάδειξη υποθέσεων πολιτικής διαφθοράς, όπως αυτό των υποκλοπών, αναδεικνύει την ηθική και αξιακή διαφορά που υπάρχει με τη Νέα Δημοκρατία. Ως εκ τούτου η δημόσια συζήτηση γίνεται σε προνομιακό έδαφος για την αξιωματική αντιπολίτευση, που ορίζει την πολιτική ατζέντα και τοποθετεί τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη θέση του απολογούμενου.
Για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η υπόθεση είναι πιο προσωπική, καθώς ο επικεφαλής του Νίκος Ανδρουλάκης βρέθηκε στο επίκεντρο των παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων. Ευλόγως, μετά την αποκάλυψη Μητσοτάκη ότι ο επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, ο κ.Ανδρουλάκης και οι συνεργάτες του ζητούν επιμόνως και σε έντονο ύφος εξηγήσεις και περαιτέρω διευκρινήσεις, για τις «συνθήκες» υπό τις οποίες διατάχθηκε και αποφασίστηκε η παρακολούθηση. Η δήλωση Ανδρουλάκη ότι οι «υπεύθυνοι του σκανδάλου πρέπει να πάνε φυλακή» αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της «ορμής» με την οποία το ΠΑΣΟΚ έχει επανέλθει πολιτικώς στην υπόθεση των υποκλοπών.
Η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να υποβιβάσει το θέμα, να χαμηλώσει τους τόνους και να δημιουργήσει πολιτικούς αντιπερισπασμούς, ούτως ώστε να κατευθύνει αλλού τα φώτα της δημοσιότητας. Ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης με το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως δεν μπορεί να «περπατήσει», υπό τη νέα συνθήκη «φουντώματος» του σκανδάλου των υποκλοπών, εξέλιξη που ψαλιδίζει σημαντικά και τις πιθανότητες μετεκλογικής συνεννόησης.
Αντιθέτως, όπως εκτιμούν στο Μαξίμου, ενδεχομένως να αποτελεί την αφορμή προκειμένου ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να συνταχθούν απέναντι σε ένα κοινό «εχθρό», αναμοχλεύοντας και πάλι το πλαίσιο συνεργασίας και κατ’ επέκταση συγκρότησης μιας κυβέρνησης συνασπισμού.
Μικρή η πολιτική φθορά για την κυβέρνηση από το σκάνδαλο των υποκλοπών
Το Μαξίμου, όμως, γνωρίζει καλά-σύμφωνα με τα όσα έχουν αποτυπωθεί στις δημοσκοπήσεις- πως το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν προκάλεσε σημαντική πολιτική φθορά στην κυβέρνηση. Μάλλον πέρασε στα ψιλά συγκρινόμενο με την τραγωδία των Τεμπών που άλλαξε τα δεδομένα εις βάρος της κυβέρνησης, όπως και με το άλυτο θέμα της ακρίβειας που αποτελεί το Νο1 παράγοντα ζημιάς για την κυβέρνηση και μόνιμης εστίας κριτικής από τους πολίτες.
Ανησυχεί, λοιπόν, αλλά δεν τρομάζει το Μαξίμου, το οποίο διαβλέπει ότι η «αναζωπύρωση» του σκανδάλου μπορεί να επηρεάσει μερίδα κεντρώων ψηφοφόρων που βρίσκονταν κοντά στη ΝΔ. Την ίδια στιγμή, όμως, η πρόσκαιρη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, είναι πιθανό να «ξυπνήσει» αντανακλαστικά αντίδρασης δεξιών ψηφοφόρων, που θα σπεύσουν να ενισχύσουν την κραταιά δεξιά παράταξη.