Οικονομία

Σε… τείχος Βερολίνου πέφτει το αίτημα για το πλεόνασμα


Η οξύτατη πολιτική κρίση στην Γερμανία εκτροχιάζει την ελληνική προσπάθεια για πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική.

Σε πολιτικά εμπόδια που υψώνει το Βερολίνο και μπορεί να αποδειχθούν ανυπέρβλητα προσκρούει το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, που δεν έχει διατυπωθεί ακόμη επίσημα, για τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να χαλαρώσει από το 2021 η δημοσιονομική πολιτική και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα μηνύματα που φθάνουν στην Αθήνα από τη γερμανική πλευρά για αυτό το θέμα είναι αρνητικά, καθώς η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού της Άνγκελα Μέρκελ δίνει καθημερινό αγώνα επιβίωσης και δεν υπάρχει η διάθεση να προωθηθεί στην Bundestag μια παροχή δημοσιονομικών διευκολύνσεων προς την Ελλάδα, που θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις από το μπλοκ των πιο συντηρητικών βουλευτών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, αλλά και ότι θα έδινε μια ευκαιρία στο ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για την Γερμανία) να επιτεθεί στην κυβέρνηση συνασπισμού.

Η γερμανική πλευρά, μάλιστα, αποθαρρύνει την ελληνική κυβέρνηση να θέσει καν το αίτημα για την αλλαγή του στόχου για το πλεόνασμα, ώστε να μην βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να το απορρίψει ο υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, στο πλαίσιο του Eurogroup.

Η πολιτική κατάσταση στην Γερμανία είναι πρωτοφανής στα μεταπολεμικά χρονικά, καθώς δοκιμάζεται έντονα το δικομματικό σύστημα των προηγούμενων δεκαετιών, οι ακροδεξιοί έχουν αρκετά ισχυρή παρουσία στη Βουλή και διατηρούν ανοδική δυναμική, ενώ το κόμμα των Πρασίνων βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση από το SPD.

Η πίεση στην Μέρκελ να οδηγήσει τη χώρα στις κάλπες πρόωρα, κάτι εντελώς ασυνήθιστο στη γερμανική πολιτική ζωή, έχει κορυφωθεί, καθώς σε τελευταία δημοσκόπηση ένας στους τρεις Γερμανούς τάσσεται υπέρ των πρόωρων εκλογών. Την ίδια στιγμή, μετά την πολιτική ήττα του υπουργού Οικονομικών, Σολτς, στην αναμέτρηση για την ηγεσία του SPD, που μείωσε σοβαρά το πολιτικό του κύρος, η νέα ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών αμφισβητεί τη χρησιμότητα του μεγάλου συνασπισμού και θέτει πολιτικούς όρους για τη συνέχιση της συγκυβέρνησης που είναι δύσκολο να γίνουν δεκτοί από τους Χριστιανοδημοκράτες.

Σε αυτό το κλίμα, το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για μια χαλάρωση του μανδύα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής φαίνεται εντελώς παράταιρο και η σχετική συζήτηση αντιμετωπίζεται από την Α. Μέρκελ και τον Ο. Σολτς ως μια πολιτικά «ενοχλητική» συζήτηση, που καλό θα είναι να μην ανοίξει.

Τα ελληνικά επιχειρήματα

Μέχρι πρόσφατα, πριν κορυφωθεί η πολιτική κρίση στο Βερολίνο, μετά τις εσωκομματικές διαδικασίες στο SPD, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, επέμενε ότι ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ για το πλεόνασμα θα πρέπει να αναθεωρηθεί.

Μιλώντας στην ιταλική “Corriere della Sera”, ο πρωθυπουργός είχε τονίσει χαρακτηριστικά: «Το 3,5 % του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα δεν έχει σήμερα κανένα νόημα. Η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους είναι εντελώς διαφορετική σήμερα, καθώς έχουμε πολύ χαμηλότερα επιτόκια και πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με παλαιότερα, όταν ο στόχος αυτός είχε συμφωνηθεί. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, ένας πολιτικός λόγος: Ο στόχος αυτός είχε τεθεί, επειδή δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στην προηγούμενη κυβέρνηση. Αντιθέτως, υπάρχει σήμερα ευρεία εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή μας, καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος ότι θα γυρίσουμε πίσω στην περίοδο της δημοσιονομικής χαλαρότητας».

Η κυβέρνηση προς το παρόν διατηρεί την πορεία που είχε χαράξει, με στόχο να θέσει το αίτημα για το πλεόνασμα στις αρχές του 2020 και να εξασφαλίσει μια συμφωνία που θα επιτρέψει τη μείωση στο 2,5% του ΑΕΠ, ή χαμηλότερα, για το 2021 και το 2022 -στη συνέχεια, ο στόχος «προσγειώνεται», ούτως ή άλλως, στο 2,2%.

Ο ΟΔΔΗΧ έχει αναλάβει να καταρτίσει μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, που θα λαμβάνει υπόψη τη μείωση του κόστους δανεισμού, για να τεκμηριώνει το ελληνικό επιχείρημα ότι μπορεί να υιοθετηθεί ένας χαμηλότερος στόχος για το πλεόνασμα, χωρίς να «φουσκώσει» το δημόσιο χρέος.

Στην ίδια κατεύθυνση, την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης ενισχύει και η Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσίευσε δικά της σενάρια για τη βιωσιμότητα του χρέους, εκτιμώντας ότι το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου αφήνει περιθώρια για πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, χωρίς να διακυβεύεται η μείωση του χρέους ως το 2060 κοντά στον ευρωπαϊκό στόχο του 60% του ΑΕΠ.

Σε ειδικό κεφάλαιο της τελευταίας Ενδιάμεσης Έκθεσή της για την οικονομία, η ΤτΕ σημειώνει ότι οι νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τις αγορές αφήνουν περιθώρια να μειωθεί από το 2021 ο στόχος για το πλεόνασμα στο 2,2%, κάτι που αποτελεί και το βασικό διαπραγματευτικό στόχο της κυβέρνησης.

Η ΤτΕ αναφέρει ότι η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, μέσω της οποίας κατέληξε το Eurogroup στο στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 βασίστηκε σε παραδοχές για υψηλό κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου από τις αγορές. «Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης από τις αγορές θεωρήθηκε ότι θα εκκινούσε από 4,1% το 2019, θα αυξανόταν βαθμιαία σε 5,4% το 2030 και θα σταθεροποιούνταν κοντά στο 5,1% μετά το 2040», τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος και προσθέτει ότι αυτές οι παραδοχές «έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί ιδιαίτερα συντηρητικές».

«Το επιτόκιο των εκδόσεων του δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε από 3,875% το Μάρτιο σε 1,50% τον Οκτώβριο», αναφέρει, μεταξύ άλλων, η ΤτΕ για να καταδείξει τη μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού. «Στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τις παραδοχές του Ιουνίου 2018 στοιχειοθετεί μια μόνιμη διόρθωση, η βιωσιμότητα του χρέους εκτιμάται ότι βελτιώνεται σημαντικά, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται και στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας του Νοεμβρίου 2019», τονίζει η ΤτΕ.

Έτσι, το σενάριο βιωσιμότητας χρέους που παρουσιάζει η ΤτΕ, ενσωματώνοντας στους υπολογισμούς μια μείωση στο κόστος αναχρηματοδότησης σε 1,7% το 2019 και με βαθμιαία αύξηση στο 4,25%, μέχρι το 2035, δείχνει ότι μόνο από τη μείωση του κόστους δανεισμού το χρέος «μειώνεται κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες μειώνονται κατά περίπου 4,5% του ΑΕΠ».

Έτσι, ανοίγει ο χώρος για να μειωθεί από 3,5% σε 2,2% του ΑΕΠ ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, χωρίς να διογκωθεί το χρέος. Αν ο στόχος πέσει από το 2021 στο 2,2%, «η επίδραση της μείωσης του δημοσιονομικού στόχου εμφανίζεται οριακή και συνίσταται σε αύξηση του χρέους κατά περίπου 2% του ΑΕΠ έως το 2060 και σε αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών κατά 0,3% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο», όπως εκτιμά η ΤτΕ.

Πάντως, η Κομισιόν, στη δική της ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, αν και παραδέχεται ότι η Ελλάδα ωφελείται σημαντικά από τη μείωση του κόστους δανεισμού, τονίζει ότι «υπάρχει πάντως σημαντική αβεβαιότητα για τη διατήρηση  του σημερινού περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και για το πώς αυτό θα ενσωματωθεί στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους συνεπή τρόπο».

Γεγονός είναι ότι υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για να προβληθεί το ελληνικό αίτημα για το πλεόνασμα αρκετά πειστικά, όμως το αν αυτό θα γίνει και με ποιο τελικό αποτέλεσμα υπόκειται περισσότερο σε αστάθμητους πολιτικούς παράγοντες, όπως η πολιτική κρίση στην Γερμανία, και λιγότερο στην εξέλιξη μιας τεχνοκρατικής διαπραγμάτευσης...

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις