Αυστηρή κριτική στις τραπεζικές διοικήσεις για την αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι πολλές από τις ρυθμίσεις που συμφωνούνται ανάμεσα στις τράπεζες και στους δανειολήπτες «σκάνε» μέσα σε ένα τρίμηνο!
Από το 2011, όταν είχε διενεργηθεί ο πρώτος διαγνωστικός έλεγχος της BlackRock στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, είχε διαπιστωθεί ότι οι τράπεζες πρόσφεραν στους οφειλέτες ρυθμίσεις της… κακιάς ώρας, που μόνο στόχο είχαν να μεταφέρουν το πρόβλημα της μη εξυπηρέτησης δανείων σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, με την ελπίδα ότι η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών θα έδινε από μόνη της λύση στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων.
Επτά χρόνια μετά, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Έκθεση του Διοικητή, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, αφήνει, με το γνωστό τεχνοκρατικό/διπλωματικό της τρόπο πολλές αιχμές κατά των τραπεζικών διοικήσεων, σε ό,τι αφορά τον κρίσιμο τομέα της ενεργητικής αντιμετώπισης των προβληματικών δανείων.
Η ΤτΕ σημειώνει ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι οι τράπεζες «εφαρμόζουν πλέον κατά πρώτο λόγο λύσεις ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα», αλλά σημειώνει ότι το «μενού» επιλογών που προσφέρονται στους δανειολήπτες είναι πολύ περιορισμένο, αφού «στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται μόνο η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής, και δευτερευόντως οριστικής διευθέτησης, με έμφαση στη διαγραφή δανείων» (σ.σ.: στην κατηγορία αυτή υπάγονται και οι πλειστηριασμοί).
«Οι δύο αυτές κατηγορίες ρυθμίσεων συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν μερίδιο επί του συνόλου των λύσεων ελαφρώς άνω του 60%», αναφέρει η ΤτΕ, με κάποια δόση απογοήτευσης.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης μνημονεύονται στοιχεία που «δημιουργούν προβληματισμό», όπως αναφέρει η ΤτΕ:
Α) Το ήμισυ σχεδόν των δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) αφορούν περιπτώσεις με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών (σ.σ.: δηλαδή, πρόκειται για δάνεια που είναι πια πολύ δύσκολο να «θεραπευθούν»).
Β) Σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (“forborne exposures”) εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση. Ειδικότερα, περίπου στο 42% των ρυθμίσεων βραχυπρόθεσμου τύπου και στο 32% εκείνων μακροπρόθεσμου τύπου, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Πρόκειται για σαφή ένδειξη της δραματικής αποτυχίας των τραπεζών, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης, να «μετρήσουν» σωστά την οικονομική δυνατότητα των πελατών τους και να καταλήξουν σε βιώσιμες ρυθμίσεις, κάτι που προκαλεί σοβαρό προβληματισμό για τη συνέχεια της προσπάθειας μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Η ΤτΕ σημειώνει, επίσης με κάποια δόση απογοήτευσης, ότι «η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια», παρότι έχουν βελτιωθεί οι οικονομικές συνθήκες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δείκτης εξυγίανσης (cure rate), δηλαδή το μερίδιο του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (όπως είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 2016) που άρχισε να εξυπηρετείται κανονικά ξανά εντός του 2017, παραμένει χαμηλότερος του δείκτη αθέτησης (default rate), δηλαδή του ποσοστού του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο οποίο αντιστοιχούν τα δάνεια που άρχισαν να παρουσιάζουν καθυστέρηση (άνω των 90 ημερών) εντός του 2017.
Η απραξία κοστίζει
Μάλιστα, η ΤτΕ «μέτρησε», με ειδικό οικονομετρικό υπόδειγμα, πόσο μπορεί να μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μόνο από τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, δηλαδή με την υπόθεση ότι οι τράπεζες θα σταματήσουν εντελώς την ενεργητική διαχείριση των προβληματικών δανείων.
Ο υπολογισμός αυτός οδηγεί σε ένα επικίνδυνο συμπέρασμα: αν δεν προσπαθήσουν οι ίδιες οι τράπεζες να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια, στο τέλος του 2019 θα εμφανισθεί μια απόκλιση περίπου 9 δισ. ευρώ, σε σχέση με τους επιχειρησιακούς στόχους.
«Συνεπώς», τονίζει η ΤτΕ, «στην περίπτωση που οι τράπεζες επαναπαυθούν στις θετικές προβλέψεις για τα μακροοικονομικά μεγέθη και κωλυσιεργήσουν στην εφαρμογή ενεργητικών μεθόδων διαχείρισης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, θα θέσουν σε κίνδυνο την επιτυχή υλοποίηση του σχεδίου μείωσης των ΜΕΑ, η επίτευξη του οποίου είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το αύριο του τραπεζικού τομέα και της ελληνικής οικονομίας».
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΤτΕ προτρέπει τις εμπορικές τράπεζες «να εντείνουν τις προσπάθειές τους στην κατεύθυνση της πιο ενεργού και αποτελεσματικής διαχείρισης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων μέσω της παροχής στοχευόμενων λύσεων αναδιάρθρωσης δανείων, λαμβάνοντας υπόψη και την πραγματική ικανότητα αποπληρωμής από πλευράς των δανειοληπτών».