Ο βουλευτής της ΝΔ στη βόρεια Αθήνα σχολιάζει τη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία και την Ελλάδα αλλά και τον ρόλο της ΕΕ στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Το άρθρο του Θοδωρή Ρουσόπουλου στην Εφημερίδα των Συντακτών:
«Το 1997 ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα, ο Παναγιώτης Κονδύλης, δημοσιεύει το βιβλίο του «Θεωρία του πολέμου». Η ανάλυσή του στο επίμετρο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει επίκαιρη. Κυρίαρχο θέμα της εποχής –και σκεφτείτε ότι ο Κονδύλης έγραφε μόλις λίγους μήνες μετά τα Ίμια– ήταν η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την ψευδαίσθηση ότι θα γευτεί τον δυτικό πολιτισμό και θα καταλαγιάσει τις επεκτατικές της ορέξεις.
Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της ένταξής της στην Ευρώπη όπως νομίζουμε στην Ελλάδα –έγραφε ο Κονδύλης– θα αποδειχθεί ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματά μας. Και εξηγούσε: η Ελλάδα –μικρή και χωρίς επιρροές χώρα– βλέπει τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια ως τη μόνη διέξοδο για τη δική της οικονομική και εθνική ασφάλεια. Η Τουρκία ως μεγάλη δύναμη στην περιοχή δεν έχει ανάγκη την Ευρώπη για τους ίδιους λόγους. Τη χρειάζεται μόνον για να την εκμεταλλεύεται οικονομικά, απομυζώντας όσο περισσότερα χρήματα μπορεί από αυτήν χωρίς να περιμένει να σωθεί με την ένταξή της, όπως η Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, προέβλεπε ο Κονδύλης, θα φτάσουμε στο σημείο όπου η Ευρώπη θα επιδιώκει να κατευνάζει την Τουρκία με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Σχεδόν ένα τέταρτο αιώνα πέρασε από τότε και επιβεβαιώνεται απολύτως. Δεν είχε «διαβάσει» τα χαρτιά ο μέγας φιλόσοφος, ούτε έπαιζε ζάρια στη διεθνή πολιτική κονίστρα. Παρατηρούσε αυτό που πολλοί στον χώρο της πολιτικής ή της δημοσιογραφίας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν.
Θυμήθηκα τον Κονδύλη διαβάζοντας την εβδομάδα που πέρασε μια συνέντευξη του πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ στην εφημερίδα «Turkish Daily News». Ο πρώην ηγέτης της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής δύναμης, ο οποίος έκανε παγκοσμίως αίσθηση όταν ανέλαβε διοικητική θέση σε μεγάλη ρωσική εταιρεία ενέργειας μόλις έχασε τις εκλογές από τη Μέρκελ, με προκλητικό τρόπο δηλώνει και τα εξής: «Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση είναι αποτέλεσμα των λανθασμένων πολιτικών της Ε.Ε. Εμείς οι Ευρωπαίοι και ειδικά οι Γερμανοί αντιμετωπίσαμε αυτή τη χώρα και τους πολίτες της με ταπεινωτικό και υποκριτικό τρόπο. Η Ευρώπη οφείλει να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Τουρκία έχει γίνει μια κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι». Φτάνει μάλιστα σε σημείο να δικαιολογήσει τις στρατιωτικές επεμβάσεις της Άγκυρας σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη και Καύκασο.
Δεν με απασχολεί τόσο η απαξιωμένη γνώμη ενός σοσιαλιστή πολιτικού που, ενώ έφτασε σε τόσο υψηλά επίπεδα εξουσίας, θεώρησε τα οφέλη της ευζωίας υπέρτερα της υστεροφημίας του. Σοσιαλιστής άλλωστε ήταν και ο εισβολέας της Κύπρου το 1974 Ετζεβίτ. Με προβληματίζει, με αφορμή τα προαναφερθέντα, η κυνικότητα με την οποία αποδέχεται κάποιος μια εμφανώς αντιδημοκρατική πολιτική όπως αυτή που ασκεί ο Ερντογάν. Πολιτική που δεν σέβεται τις διεθνείς συνθήκες και στηρίζεται στη δύναμη των όπλων.
Η Γερμανία φαίνεται πως ξεπέρασε τα ηθικά της τραύματα που ήλθαν ως επακόλουθο των δυο παγκοσμίων πολέμων που προκάλεσε και είτε με πολιτικούς τύπου Σρέντερ, είτε με κυνικές προσεγγίσεις περί οικονομικού και μόνον οφέλους, θυσιάζει την ευρωπαϊκή οικογένεια και ό,τι επετεύχθη στις δεκαετίες που παρήλθαν.
Η σημερινή πολιτική της ηγεσία, δέσμια των βιομηχανιών αλλά και των εσωτερικών συσχετισμών δυνάμεων, με τα δισεκατομμύρια επενδύσεων στη γείτονα Τουρκία και τα εκατομμύρια τουρκογενών Γερμανών πολιτών και άρα ψηφοφόρων στο έδαφός της, ξεχνά τη βασική αρχή της αλληλεγγύης στην Ένωση.
Εξίσου αλήθεια είναι πως η Γερμανία –παρά τις εντάσεις που κατά καιρούς προκάλεσαν οι δηλώσεις και οι συμπεριφορές προβεβλημένων πολιτικών της- στην περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν σταμάτησε ούτε μια από τις επενδύσεις που είχε στην Ελλάδα, στηρίζοντας με έμμεσο αλλά και άμεσο τρόπο την οικονομία μας.
Άραγε η αντιφατικότητα της πολιτικής της, με την πλάστιγγα εσχάτως να γέρνει υπέρ της τουρκικής βουλιμικής προκλητικότητας, θα γίνει κατανοητή στους νουνεχείς πολίτες της; Θα αντιληφθεί η πνευματική ελίτ τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν εκκολάπτεις το νέο αυγό του φιδιού ή θα επιτρέψει να γίνει το νέο μεγάλο λάθος στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή;
Εκτιμώ πολύ τον φιλόσοφο Κονδύλη και θα ήθελα πολύ να διαψευστούν οι προβλέψεις του για την Τουρκία. Δυστυχώς μέχρι στιγμής επιβεβαιώνονται μέρα τη μέρα».