Αδιάφορος φαίνεται να στέκεται ο λαός για κοινωνικο - οικονομικές αλλαγές στη χώρα, ενώ αντίθετα οι ελίτ θέλουν να προχωρήσουν σε αυτές, εκτιμά ο Ρώσος οικονομολόγος Μιχαήλ Ντμίτριεφ, ο οποίος μιλάει στην ρωσική υπηρεσία του BBC για τις προσδοκίες του για το 2018 που είναι η χρονιά των προεδρικών εκλογών στην Ρωσία.
Ο Μιχαήλ Ντμίτριεφ είναι διευθυντής της εταιρείας «Νέα Οικονομική άνοδος» και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ρωσικής Οικονομικής Σχολής. Από το 2005 εώς το 2014, διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος «Κέντρο Στρατηγικών Μελετών», επικεφαλής του οποίου είναι σήμερα ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλεξέι Κουντρίν και το οποίο συνεργάζεται με την ρωσική κυβέρνηση.
Ο Ντμίτριεφ ως οικονομολόγος έχει γίνει γνωστός για τις προβλέψεις του. Ήταν εκείνος, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, που προέβλεψε την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης του 2008 και τις πολιτικές διαμαρτυρίες στην Ρωσία που ξεκίνησαν το 2011 μετά τις βουλευτικές εκλογές. Δυσαρεστημένοι τότε με το αποτέλεσμα των εκλογών οι Ρώσοι άρχισαν τις διαδηλώσεις. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν έως τα μέσα του 2013.
Το 2015 ο Ντμίτριεφ είχε δηλώσει ότι οι πιθανότητες μια τραπεζικής κρίσης στην Ρωσία είναι μεγαλύτερες του 50% . Τα τελευταία χρόνια, από δεκάδες τράπεζες αφαιρέθηκαν οι άδειες λειτουργίας τους , ενώ οι μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες, όπως οι τράπεζες «Otrkitie» «Binbank» και «Promsviazbank» τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας και στην ουσία κρατικοποιήθηκαν.
Τι αναμένει κανείς ότι θα συμβεί την χρονιά των προεδρικών εκλογών και πώς θα διαμορφωθεί στην συνέχεια η κατάσταση στην κοινωνία και την οικονομία;
Δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την πολιτική
«Γενικά είναι πολύ χαμηλό το ενδιαφέρον για την πολιτική, την πολιτική δραστηριότητα και πολύ περιορισμένες οι απαιτήσεις για κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές στην χώρα» λέει ο Ντμίτρεφ αναφερόμενος στις διαθέσεις της ρωσικής κοινωνίας
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις πράγματι δείχνουν ότι οι Ρώσοι δεν έχουν την διάθεση να βγουν στους δρόμους και να διαμαρτυρηθούν. Για παράδειγμα οι τελευταίες μετρήσεις του «Ιδρύματος Κοινής Γνώμης» δείχνουν ότι στα τέλη Δεκεμβρίου, το 61% των Ρώσων δεν είναι δυσαρεστημένο με τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η κυβέρνηση, ενώ το 76% δήλωνε ότι δεν θα έβγαιναν στους δρόμους τουλάχιστον στους δύο επόμενους μήνες.
«Παράλληλα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι κάποια στιγμή οι διαθέσεις στα ευρέα στρώματα του πληθυσμού θα αλλάξουν , όπως αυτό συνέβη αίφνης το 2011» λέει ο Ντμίτριεφ, εκτιμώντας κατά την άποψη του ότι στην Ρωσία μπορούν να υπάρξουν διαμαρτυρίες διαφορετικού τύπου.
Την περίοδο 2011-2013 ένα σημαντικό τμήμα του αστικού πληθυσμού ζητούσε κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές όπως και την ενίσχυση των θεσμών που απαιτεί μια σύγχρονη κοινωνία, λέει ο Ντιμίτριεφ , υπενθυμίζοντας ότι παράλληλα υπήρχε το αίτημα για βελτίωση του τομέα της Υγείας και της Παιδείας.
Σήμερα όμως, ύστερα τέσσερα χρόνια μείωσης των εισοδημάτων , στην πρώτη θέση των αιτημάτων είναι «οι προτεραιότητες επιβίωσης, η αύξηση των μισθών, της απασχόλησης, της κατανάλωσης», επισημαίνει ο Ντμίτριεφ τονίζοντας ότι παρόμοια ήταν τα ζητήματα που απασχολούσαν τους Ρώσους την περίοδο της κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Στην διαγραφόμενη αυτή τάση ο Ντμίτριεφ είχε αναφερθεί μαζί με τον συνάδελφο του οικονομολόγο Σεργκέι Μπελανόφσκι στην έρευνα τους «Παρατηρητήριο πολιτικών διαθέσεων των Ρώσων» που πραγματοποίησαν το 2014. Στην έρευνα τους ανέφεραν ότι ο κόσμος σταμάτησε να επικροτεί τις διαμαρτυρίες, αλλά μπορεί να επικροτήσει τις διαμαρτυρίες οικονομικού περιεχόμενου. Παράλληλα επεσήμαιναν ότι αυξήθηκε η δυσπιστία του κόσμου όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα και τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Αυτές ακριβώς τις διαθέσεις , σύμφωνα με τον Ντμίτριεφ , αξιοποιεί τώρα ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, επισημαίνοντας ότι το οικονομικό μέρος του προγράμματος του «βασικά είναι φορτωμένο με πρόχειρα λαϊκίστικά συνθήματα» , τα οποία απηχούν τους φόβους της κοινωνίας όσον αφορά την μείωση του βιοτικού επιπέδου. Ένα τέτοιο σύνθημα είναι για παράδειγμα κατά τον Ντιμίτριεφ η υπόσχεση του Ναβάλνι για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 25.000 ρούβλια. Και όπως λέει «ακόμα και τέτοιου είδους λαϊκιστικά συνθήματα είναι αμφίβολο αν αυτή τη στιγμή θα παρακινήσουν τον κόσμο να αναλάβει δράση, να διαμαρτυρηθεί και να βγει στους δρόμους».
Ένας ακόμη λόγος της παθητικότητας που παρατηρείται στον κόσμο είναι το λεγόμενο «σύμφωνο ανοχής» μεταξύ του κόσμου και της εξουσίας , που διαμορφώθηκε μετά το 2014 και είναι αυτό ακριβώς, σύμφωνα με τον Ντμίτριεφ, που σταθεροποιεί την κατάσταση. «Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου υποστηρίζει την σημερινή εξωτερική πολιτική και για την ακρίβεια προβάλλει ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την εσωτερική πολιτική».
Ο Ντμίτριεφ λέει ότι «οι ψυχολόγοι χαρακτηρίζουν την κατάσταση αυτή κατάσταση γνωστικής συμφωνίας, όταν στην συνείδηση κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου πολλά ερεθίσματα συναισθηματικής και λογικής φύσεως συμπίπτουν. Όλα μαζί δημιουργούν μια ολοκληρωμένη και πολύ σταθερή αντίληψη για τον κόσμο». Και «το να καταστρέψεις μια τέτοια αντίληψη δεν είναι καθόλου εύκολο».
Οι ελίτ είναι έτοιμες για μεταρρυθμίσεις
Οι ρωσικές ελίτ κατά την άποψη του Ντμίτριεφ είναι αντίθετα για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έτοιμες να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν επαρκώς μελετηθεί. «Η συναίνεση όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις αυτή τη στιγμή στην Ρωσία είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία των μεταρρυθμίσεων. Και το λέω αυτό διότι στην ουσία συμμετείχα σε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που έγιναν από την δεκαετία του 1990», λέει ο Νμίτριεφ.
Αυτή τη στιγμή με το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων ασχολούνται το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης, το Κέντρο Στρατηγικών Μελετών και η Λέσχη Στολίπιν, στην οποία συμμετέχει ο υποψήφιος για την ρωσική προεδρία και εκπρόσωπος των επιχειρηματιών Μπορίς Τιτόφ.
Ο Ντμίτριεφ θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι : η ανάπτυξη των υποδομών με ταχείς ρυθμούς, η ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων ως οικονομικών κέντρων που δεν θα σχετίζονται με την οικονομία του ορυκτού πλούτου, όπως επίσης και η δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για την προώθηση καινοτομιών στην οικονομία και της ψηφιακής διακυβέρνησης. Θεωρεί μάλιστα ότι «εάν καταστεί εφικτό να υλοποιηθεί έστω ένα μέρος των μεταρρυθμίσεων αυτών, η Ρωσία μπορεί να υπολογίζει σε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 3-4%».
Σύμφωνα με τον Ρώσο οικονομολόγο, οι εσωτερικοί παράγοντες θα είναι οι βασικοί οδηγοί ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας για τα επόμενα 10-15 χρόνια. Σ' αυτούς εντάσσει την ανάπτυξη του οικιστικού-κατασκευαστικού τομέα, η οποία θα αλλάξει την διάρθρωση της κατανάλωσης και θα δώσει ώθηση σε άλλους τομείς υπηρεσιών που σχετίζονται με τον εν λόγω τομέα. Ο ίδιος δεν αποκλείει ότι υπό το φως μιας τέτοιας προοπτικής θα περιοριστεί η ζήτηση σε άλλα καταναλωτικά αγαθά όπως τα αυτοκίνητα και τα ηλεκτρονικά είδη.
Η επόμενη κρίση μπορεί να έχει σχέση με την Κίνα ή τις ΗΠΑ
Αυτή τη στιγμή κατά την άποψη του Ντμίτριεφ η ρωσική οικονομία βρίσκεται στην φάση εξόδου από την «μεγαλύτερη σε διάρκεια οικονομική κρίση των τελευταίων 25 ετών», ενώ επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου. Ωστόσο ο ίδιος δεν βλέπει κάποιους κινδύνους καθώς, όπως λέει, οι τιμές υφίστανται διακυμάνσεις σ΄ ένα αρκετά περιορισμένο πλαίσιο και οι πιθανότητες να πέσουν κατακόρυφα ή να εκτοξευθούν στα ύψη είναι μικρές. « Αυτό το πλαίσιο περισσότερο συμβάλλει στην ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας παρά την φρενάρει» λέει ο Νμίτριεφ.
Η επόμενη κρίση κατά την άποψη του Ντμίτριεφ, όπως και το 2008, μπορεί να προέλθει από τις ΗΠΑ. Στα επόμενα τρία χρόνια η αμερικανική οικονομία ενδέχεται να εισέλθει σε μια περίοδο ύφεσης η οποία θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην Κίνα, όπου αναπτύσσονται φούσκες στις οικονομικές αγορές και στον τομέα των ακινήτων.
«Εάν η αμερικανική ζήτηση για κινεζικά προϊόντα αρχίσει να φρενάρει , η οικονομική αταξία από την Αμερική θα αρχίσει να μεταφέρεται στην Κίνα και αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Και η ρωσική οικονομία θα επηρεασθεί απ' όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό», επισημαίνει ο Ντμίτριεφ.
Οι κυρώσεις θα προκαλέσουν δυσκολίες στη ρωσική οικονομία
Ο Ντμίτριεφ, αναφερόμενος στο θέμα των επικείμενων αμερικανικών κυρώσεων, θεωρεί ότι η επιβολή στην Ρωσία πιο σκληρών κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ συνιστά έναν σοβαρό κίνδυνο. Οι κυρώσεις κατά την άποψη του θα επιδεινώσουν σημαντικά την οικονομική κατάσταση των μεγάλων ρωσικών εταιρειών ιδιαίτερα στον τομέα του ορυκτού πλούτου, όπου αυτή την στιγμή παρατηρείται ανάκαμψη. Και για την ρωσική κυβέρνηση, κατά την άποψη του, θα είναι δύσκολο να αμβλύνει τις συνέπειες τους.
«Αυτό που απομένει είναι να ελπίζουμε ότι οι κυρώσεις δεν θα πάρουν ακραία μορφή όπως είχε γίνει σε σχέση με την ιρανική οικονομία» λέει ο Ντμίτριεφ.
Μάλιστα, ο Ρώσος οικονομολόγος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η διεθνής πολιτική που ασκείται σήμερα να γίνει ένα «κακός οιωνός» καθώς, όπως λέει, «Πολλοί από τους μεγαλύτερους παίκτες της διεθνούς πολιτικής, οι οποίοι στο παρελθόν συνέβαλαν στην σταθεροποίηση της κατάστασης στον κόσμο, αρχίζουν να συμπεριφέρονται όλο και πιο ανάρμοστα»