Παρά τη διπλή αύξηση στον κατώτατο μισθό που έγινε φέτος (Ιανουάριο και Μάιο), οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι εμφανώς «ριγμένοι» και σε δυσμενέστερη θέση από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Το ύψος του κατώτατου μισθού δεν διασφαλίζει ένα εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, ευρισκόμενο πολύ πιο κάτω από τον ορισθέντα ευρωπαϊκό στόχο, ενώ παράλληλα οι Έλληνες εργαζόμενοι είναι απροστάτευτοι στην αγορά εργασίας, λόγω της αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων.
Με μικρότερο κατώτατο μισθό, χωρίς ουσιαστική κάλυψη από τις συμβάσεις εργασίας και αντιμέτωποι με το τσουνάμι της ακρίβειας που πλήττει βάναυσα την αγοραστική τους δύναμη. Αυτή είναι η κατάσταση ενός μεγάλου ποσοστού των Ελλήνων μισθωτών, όπως περιγράφεται ανάγλυφα στην έκθεση του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, ωστόσο η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού εξαιτίας της ακρίβειας στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 19% τον Σεπτέμβριο του 2022. Επίσης, το ύψος του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο εκείνου που θα μπορούσε να διασφαλίσει για τους εργαζομένους ένα εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Και το παραπάνω ίσως δεν είναι το μείζον πρόβλημα για τους εργαζόμενους. Κατά τη διάρκεια των μνημονίων οι συλλογικές συμβάσεις εξαϋλώθηκαν και η αγορά εργασίας μεταβλήθηκε σε «ζούγκλα», για νέους αλλά και παλιούς εργαζόμενους. Τη τωρινή χρονική στιγμή και παρόλο που έχουν γίνει βήματα προόδου, η πλειονότητα των εργαζομένων είναι ακάλυπτη από συλλογικές συμβάσεις. Όπως επισημαίνει η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και χρειάζεται ριζικές μεταρρυθμίσεις για τον φτάσει. Βάσει της μελέτης, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα είναι αξιοσημείωτα χαμηλό.
Το 2018 ήταν 25,8% ‒ κοντά στο αντίστοιχο της Λετονίας και της Σλοβακίας, ενώ αυτή τη χρονική περίοδο, στιςχώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%. Βάσει σχετικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τα επόμενα έτη να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης στο 80%. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η χώρα μας οφείλει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες, για να «πιάσει» την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
Εν κατακλείδι η μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ τονίζει ότι η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού και η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της προστασίας της εργασίας είναι επιβεβλημένη. Δεδομένης της διάρκειας του κύματος της ακρίβειας, υπάρχει άμεση ανάγκη για επαρκή αύξηση του κατώτατου μισθού που θα βοηθούσε σημαντικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα στην τρέχουσα κρίση κόστους ζωής και στην ενίσχυση της κατανάλωσης.