Κλίμα ευφορίας επικρατεί στην αγορά των ελληνικών κρατικών τίτλων, με τις τιμές να αυξάνονται και τις αποδόσεις να υποχωρούν σημαντικά, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν την αναθέρμανση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, ως αποτέλεσμα του swap των τίτλων του PSI, μέσω του οποίου η Ελλάδα θα αποκτήσει μια «κανονική» αγορά χρέους.
Η άνοδος τιμών και πτώση αποδόσεων είναι ορατή σε όλες τις επιμέρους διάρκειες τίτλων, αφού άλλωστε οι τίτλοι του PSI διαπραγματεύονται en bloc και οι τιμές τους διαμορφώνονται ομοιόμορφα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση στη 10ετία, που είχε μείνει… πεισματικά «κολλημένη» στο επίπεδο του 5,5%-5,6%, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, σήμερα έχει υποχωρήσει χαμηλότερα από το 5,2% και πολύ κοντά στο 5,1%.
Η αγορά είναι αρκετά ρηχή, αλλά, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, βέβαιο είναι ότι η προσδοκία του swap έχει αναθερμάνει το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς όσοι κατέχουν τίτλους της «λωρίδας PSI» θα λάβουν πέντε ή έξι νέες σειρές κρατικών τίτλων με διαφορετικές διάρκειες, που θα είναι πολύ πιο εμπορεύσιμοι.
Το swap, όπως είχε αποκαλύψει από τον Ιούλιο το Σin, είναι μια ιδέα που προωθήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και έχει εγκριθεί από την εποχή που έκλεινε η δεύτερη αξιολόγηση.
Αυτή την περίοδο, ο ΟΔΔΗΧ βρίσκεται σε επαφές με τους κατόχους των τίτλων του PSI και, σύμφωνα με πληροφορίες, όλοι συμφωνούν με την ανταλλαγή με νέα ομόλογα, η οποία αναμένεται να προχωρήσει μετά το Eurogroup της Δευτέρας.
Εκτός του swap, θετικά για την αγορά των ελληνικών ομολόγων λειτουργεί η προσδοκία ότι η τρίτη αξιολόγηση θα κλείσει έγκαιρα, κάτι που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να επιχειρήσει νέα έξοδο στην αγορά, με ένα τριετές ομόλογο, το αργότερο στις αρχές του 2018.
Η ευφορία στην αγορά ομολόγων βρίσκεται πίσω και από την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τραπεζικές μετοχές στο ΧΑ, η οποία έγινε αισθητή στις δύο προηγούμενες συνεδριάσεις.
Όπως έχει επισημάνει σε παλαιότερη έκθεσή της η Goldman Sachs, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών έχουν πολύ υψηλό βαθμό αρνητικής συσχέτισης με τις αποδόσεις 10ετίας των κρατικών ομολόγων, δηλαδή όσο υποχωρούν οι αποδόσεις, τόσο ενισχύονται οι τιμές των τραπεζικών μετοχών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, τους τελευταίους μήνες, οι τραπεζικές μετοχές «ταλαιπωρήθηκαν», όσο η απόδοση της δεκαετίας παρέμενε «κολλημένη» πάνω από το 5,5%.
"Βλέπουν" καθαρή έξοδο
Σε αυτό το κλίμα, ακόμη και αναλυτές που έχουν συνηθίσει την αγορά σε απαισιόδοξες αναλύσεις για την Ελλάδα, τώρα εμφανίζονται πολύ πιο αισιόδοξοι για τις προοπτικές της οικονομίας.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της Citi, που τονίζει σε νέα ανάλυσή της ότι είναι πολύ πιθανή η «καθαρή» έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα, τον Αύγουστο του 2018 και τονίζει ότι αναμένεται ελάφρυνση του χρέους, με επιμήκυνση της περιόδου χάριτος του δανείου από τον EFSF, η οποία ενδέχεται να συνδεθεί με την πορεία του ΑΕΠ (μικρότερη ανάπτυξη, μεγαλύτερη επιμήκυνση).
Σε μια καθησυχαστική για όσους επενδυτές ενδιαφέρονται για ελληνικά ομόλογα αναφορά, η Citi υπογραμμίζει ότι κίνδυνος «κουρέματος» των ιδιωτών είναι πολύ περιορισμένος.
«Το ποσοστό χρέους που έχουν ιδιώτες επενδυτές είναι μικρό, λίγο πάνω από το 15% του συνολικού χρέους, ή 30% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα εφάρμοσε την μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία το 2012 και η περίπτωση μιας ακόμα αναδιάρθρωσης που θα πλήξει τους ιδιώτες επενδυτές είναι μάλλον ισχνή», υπογραμμίζει ο οίκος.
«Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι πολύ μεγάλη, πάνω από τα 18 έτη, κάτι που σημαίνει ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες τα επόμενη τρία έτη είναι πολύ μικρότερες σε σχέση με την περίπτωση της Πορτογαλίας το 2014», προσθέτει.
Επίσης, σημειώνει ότι η Ελλάδα θα βγει με «προστασία» στις αγορές, καθώς στη λήξη του προγράμματος θα είναι αναξιοποίητα 45 δισ. ευρώ από το δάνειο του τρίτου μνημονίου και μέρος αυτών των κεφαλαίων θα διατεθούν από τους πιστωτές για τη στήριξη της μετάβασης στην χρηματοδότηση από τις αγορές (είτε με τη μορφή μαξιλαριών ρευστότητας σε ειδικούς λογαριασμούς ή ως προληπτική πιστωτική γραμμή).