Λύση στο γρίφο του δημοσιονομικού στόχου και των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους επιχειρούν να δώσουν Ευρωπαίοι και ΔΝΤ, εξετάζοντας σενάρια που θα επιτρέψουν σε όλες τις πλευρές, αλλά και στην ελληνική κυβέρνηση, να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή συμφωνία εντός του Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες που «διαρρέουν» από τις Βρυξέλλες, το σοβαρότερο πρόβλημα στην παρούσα φάση είναι τα πλεονάσματα της διετίας 2019-2020, με δεδομένο ότι γίνεται δεκτό από όλες τις πλευρές ότι ο στόχος για το 3,5% του ΑΕΠ θα διατηρηθεί ως και το 2020 και θα μειωθεί στη συνέχεια.
Το πρόβλημα με τα δημοσιονομικά κενά αρχίζει από το 2018 και, ως τώρα τουλάχιστον, το ΔΝΤ κρατά πολύ αυστηρή στάση, ζητώντας να προσδιορισθούν εκ των προτέρων συγκεκριμένα μέτρα (μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου ορίου), που θα «θωρακίζουν» τον ελληνικό προϋπολογισμό, παρότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συζητήσει για άλλα μέτρα.
Για το 2018, τελευταίο έτος του ευρωπαϊκού προγράμματος και προτελευταίο του νέου προγράμματος που σχεδιάζει το ΔΝΤ, η απόκλιση που έχει εντοπισθεί από τους θεσμούς φθάνει τα 700 εκατ. ευρώ. Ήδη η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει πρόσθετα μέτρα που γίνεται δεκτό από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι αρκούν για να καλυφθεί ο στόχος.
Γίνεται δε προσπάθεια να πεισθεί το Ταμείο να μην επιμείνει σε απαιτήσεις για άλλα μέτρα, δεδομένου ότι θα διατηρηθεί σε ισχύ ο δημοσιονομικός «κόφτης», ώστε να υπάρχει μηχανισμός διόρθωσης των ενδεχόμενων αποκλίσεων στις αρχές του 2019.
Για τη διετία 2019-2020, όπου εντοπίζεται το σοβαρότερο πρόβλημα, το Ταμείο επιμένει ότι είναι αδύνατη η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ χωρίς πρόσθετα μέτρα με στόχο εξοικονόμησης τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ, ενώ η Αθήνα επιμένει ότι δεν θα μπει σε τέτοια συζήτηση.
Το συμβιβαστικό σενάριο που εξετάζεται προβλέπει την ενεργοποίηση μετά το 2018 ενός «κόφτη Νο2», δηλαδή ενός αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης, ο οποίος θα είναι ενισχυμένος σε σχέση με τον ήδη ισχύοντα, ώστε να ικανοποιηθεί το Ταμείο, που έχει ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί απαράδεκτο να συνεχίσουν να κόβονται λειτουργικές δαπάνες και να αφήνονται άθικτες οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται να βρεθεί ένας κοινά αποδεκτός ορισμός των δαπανών που θα κόβονται αυτόματα για τη διόρθωση αποκλίσεων, ο οποίος θα ικανοποιεί Ελλάδα και ΔΝΤ. Είναι μια δύσκολη άσκηση, αλλά οι διαπραγματευτές όλων των πλευρών έχουν αποδείξει ότι μπορούν να είναι αρκούντως δημιουργικοί στην εφεύρεση «εποικοδομητικά ασαφών» διατυπώσεων.
Στον αντίποδα της συζήτησης για τους στόχους, βρίσκεται η διαπραγμάτευση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες, η γερμανική πλευρά φαίνεται έτοιμη να ξεπεράσει τη σταθερή άρνηση να συζητηθούν τώρα αυτά τα μέτρα, υπό τον όρο, όμως, ότι θα τεθεί επί τάπητος μια πολιτική συμφωνία, που δεν θα περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια τα μέτρα.
Κατ’ αντιστοιχία με τον αυτόματο μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης για την Ελλάδα, συζητείται ένας αυτόματος μηχανισμός διόρθωσης των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, ώστε να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ, ο οποίος θα ενεργοποιείται μετά το 2018 με απόφαση του Eurogroup.
Σε αυτή την φάση, προτείνεται να επαναληφθούν οι γενικές αναφορές στα μέτρα, που υπάρχουν και στην απόφαση της 24ης Μαϊου του Eurogroup, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τη γερμανική κυβέρνηση. Είναι ασαφές, όμως, αν το ΔΝΤ μπορεί να αρκεσθεί σε αυτή την πολιτική συμφωνία, για να κρίνει, στην έκθεση που θα καταρτίσει μετά τις 5 Δεκεμβρίου, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Αξιωματούχοι των Βρυξελλών θεωρούν ότι αυτό μπορεί να γίνει, αφού ο αυτόματος μηχανισμός θα αποτελεί «εγγύηση» ότι οι δαπάνες για το χρέος δεν θα ξεπερνούν ένα προκαθορισμένο όριο, συνεπώς το Ταμείο μπορεί να κλείσει, με αυτό τον τρόπο, το σημαντικότερο, ίσως, «κουτάκι» της έκθεσης βιωσιμότητας χρέους.
Υπάρχουν, πάντως, ενδείξεις ότι όλες οι πλευρές θέλουν την επιτάχυνση της λύσης της ελληνικής «εξίσωσης», καθώς οι πληροφορίες που φθάνουν στις Βρυξέλλες για την Ιταλία είναι άκρως ανησυχητικές και όλοι ετοιμάζονται για μια νέα σοβαρή αναταραχή στην ευρωζώνη, που δεν αφήνει περιθώρια να μένει ανοικτό ταυτόχρονα και το ελληνικό θέμα.