Tα «μαθηματικά» των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαμορφώνουν ένα υπόβαθρο λίαν εύφλεκτο και πρόσφορο σε εντάσεις.
Τέσσερις οι αιώνες της Τουρκοκρατίας και δύο οι μαζικοί διωγμοί κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (1955, 1964-65). Τρεις οι μεγάλες κρίσεις στο Αιγαίο (1976, 1987, 1996) και άλλες τρεις οι μεγάλες κρίσεις στην Κύπρο (1963-1964, 1967, 1974). Μία μεγάλη εθνική καταστροφή (η Μικρασιατική, το 1922). Μία γενοκτονία (των Ελλήνων του Πόντου, 1914-1922) και μία στρατιωτική εισβολή (Κύπρος, 1974), ακολουθούμενη από δεκαετίες τουρκικής κατοχής. Πολλές οι γκρίζες διεκδικήσεις της σύγχρονης Τουρκίας και «αμέτρητα» τα μικροεπεισόδια (οι παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού χώρου, οι προκλητικές δηλώσεις κ.ά.).
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΦΙΔΑ
Όπως και να το δει κανείς, τα «μαθηματικά» των ελληνοτουρκικών σχέσεων διαμορφώνουν ένα υπόβαθρο λίαν εύφλεκτο και πρόσφορο σε εντάσεις.
Ναι, είναι αλήθεια ότι από την έλευση του ισλαμιστή Ερντογάν στην εξουσία της γείτονος και έπειτα (2002-2018), δεν έχει σημειωθεί κανένα θερμό επεισόδιο. Παράλληλα, ωστόσο, είναι αλήθεια και ότι ο Ερντογάν δεν είναι πια σήμερα ο ίδιος με εκείνον που είχε επισκεφτεί την Ελλάδα το 2004.
Έπειτα από 16 συναπτά έτη «στο τιμόνι» και τρεις μεγάλες εσωτερικές δοκιμασίες (2007, 2013, 2016), ο Τούρκος ηγέτης είναι πλέον πολύ πιο προκλητικός, πολύ πιο αλαζόνας και απρόβλεπτος, όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα αλλά απέναντι σε όλους (των Ηνωμένων Πολιτειών συμπεριλαμβανομένων).
Η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού στη Συρία (Νοέμβριος, 2015), οι δύο τουρκικές στρατιωτικές εισβολές στα εδάφη της Συρίας (2016, 2018), οι υποθέσεις ομηρείας των συνολικά δεκάδων Δυτικών υπηκόων που έχουν περάσει από τις τουρκικές φυλακές την τελευταία διετία (μεταξύ αυτών και των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται από τις αρχές Μαρτίου), οι σκηνές με τους άνδρες της προσωπικής ασφάλειας του Ερντογάν να ξυλοκοπούν ανυπεράσπιστους διαδηλωτές στην Ουάσιγκτον (Μάιος, 2017), αλλά και οι προκλητικές παλινωδίες-μεθοδεύσεις του Τούρκου προέδρου κυριολεκτικά σε όλα τα μέτωπα, δίνουν προς τα έξω την εικόνα ενός ηγέτη απέναντι στον οποίο έχει κανείς πια κάθε λόγο να ανησυχεί.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει τα τελευταία χρόνια υπάρξει φίλος αλλά και εχθρός (όχι απαραιτήτως με αυτήν τη σειρά) κυριολεκτικά όλων: και του Άσαντ αλλά και των Κούρδων, και της Ρωσίας αλλά και των ΗΠΑ, και του Ισραήλ αλλά και του Ιράν… και φυσικά (για να μη ξεχνιόμαστε) ακόμη και του ιδίου του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Τούρκου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο πια κατηγορεί ως αρχιπραξικοπηματία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα βασισμένο σε κάθε άλλο παρά διογκωμένα στοιχεία, είναι λογικό οι Έλληνες να νιώθουν «οργή για τη στάση της Τουρκίας» σε ποσοστό 61%, αλλά και «φόβο για θερμά επεισόδια» σε ποσοστό 67%, όπως προκύπτει και από την έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ. Στο ίδιο πλαίσιο, προφανώς δικαιολογείται και το 46% που εμφανίζεται να θεωρεί ως πιο σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σήμερα «τη διαχείριση της τουρκικής στάσης έναντι της Ελλάδας». Για το 78% των ερωτηθέντων, η Τουρκία απειλεί την ελληνική εδαφική ακεραιότητα, και για το 87% είναι χώρα «εχθρική» προς την Ελλάδα.
Με δεδομένο ότι οι τουρκικές πολιτικές δυνάμεις επιμένουν στην πλειονότητά τους (AKP, CHP, MHP, İYİ Party) να ανακινούν κατά πάγια πρακτική θέματα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, ή διαιώνισης της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο, η τουρκική «απειλή» είναι δυστυχώς ορατή.
Ειδικά τώρα, με δεδομένο πια ότι το όραμα μιας πλήρους ένταξης στην ΕΕ απομακρύνεται για την Άγκυρα αφήνοντας πίσω του την (διόλου ευκαταφρόνητη) προοπτική μιας ειδικής σχέσης, τελωνειακής και όχι μόνο.
Επί σειρά ετών, στον απόηχο της κρίσης των Ιμίων, η Ελλάδα επένδυσε σε μια στρατηγική (Μαδρίτη 1997, Ελσίνκι 1999) στον πυρήνα της οποίας υπήρχε η εκτίμηση ότι πολλά από τα αγκάθια στις σχέσεις μας με την Άγκυρα θα εξομαλύνονταν εάν τα ελληνοτουρκικά γίνονταν ευρωτουρκικά και τα διμερή μετατρέπονταν σε διεθνή. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, εκείνη η στρατηγική απέδωσε μεν καρπούς για κάποια χρόνια αλλά όχι τους προσδοκώμενους και οπωσδήποτε όχι στον επιθυμητό βαθμό.
Κι αυτό για πολλούς λόγους, με ευθύνη της Τουρκίας που επιμένει να προκαλεί αλλά και με ευθύνη ορισμένων Ευρωπαίων που τείνουν παλαιόθεν να προσεγγίζουν την Άγκυρα εργαλειακά, ανάλογα με την περίσταση, άλλοτε βλέποντας και άλλοτε παραβλέποντας τις τουρκικές προκλήσεις.
Η ευρωπαϊκή προοπτική, ως αποτελεσματικός μοχλός πίεσης στις σχέσεις με την Τουρκία, πλέον δεν πείθει όπως έπειθε, πράγμα που αποτυπώνεται και στην έρευνα του ΕΝΑ. Ενδεικτικά, το 64% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν θα βελτίωνε τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Σχεδόν 20 χρόνια μετά το Ελσίνκι, με όσα «διαλυτικά» έχουν μεσολαβήσει στην ευρύτερη ευρωπαϊκή γειτονιά, ο πήχης των προσδοκιών έχει πια κατέβει, όχι μόνο εξαιτίας της Τουρκίας αλλά και λόγω ΕΕ.
Το Brexit, οι φυγόκεντρες τάσεις της ομάδας του Βίζεγκραντ, οι εκλογικές επιδόσεις-νίκες των ευρωσκεπτικιστών (σε Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία κ.α.), αλλά και η αποτυχία των 27 να καταφέρουν να εφαρμόσουν μια υποτυπωδώς αποτελεσματική στρατηγική απέναντι στην πρόκληση του μεταναστευτικού-προσφυγικού κάνουν την Ευρώπη πια να μοιάζει ανήμπορη και κατώτερη των περιστάσεων.
Κι όμως, παρά τις διαψεύσεις, τις «ήττες» και τα προβλήματα, οι πολίτες εξακολουθούν, σε ποσοστό 71%, να βλέπουν τη διπλωματία ως το βασικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, με τη στρατιωτική ισχύ να ακολουθεί πολύ πιο πίσω, στο μόλις 16%.
Θεωρούν, επίσης, σε ποσοστό 82%, ότι η συνεργασία μεταξύ των χωρών των Βαλκανίων (Ελλάδας, Αλβανίας, ΠΓΔΜ, Βουλγαρίας) μπορεί όντως να βελτιώσει τους δείκτες ευημερίας στην περιοχή. Κι αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων (Αλβανίας, ΠΓΔΜ κ.α.) επιστρέφει δυναμικά στην ατζέντα, όχι τόσο για να περιορίσει τη ρωσική, τουρκική ή κινεζική διείσδυση (όπως λέγεται), αλλά περισσότερο για να δώσει μια νέα πνοή ζωής και προόδου στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα μετά την επερχόμενη αποχώρηση της Βρετανίας.
Τα εν λόγω στοιχεία θα έπρεπε να στέλνουν και ένα σαφές μήνυμα σε όσους στο εσωτερικό σπεύδουν με ψηφοθηρική στόχευση να ανεβάζουν τους τόνους (λες και οι ανεβασμένοι πολεμικοί τόνοι αποτελούν κάποιο διαπιστευτήριο πατριωτισμού), ή να (προ)βλέπουν «μειοδοσίες» σε επιδιωκόμενες συμφωνίες με τους γείτονες (με την ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό αλλά και με την Αλβανία για τις θαλάσσιες ζώνες και τα λοιπά εκκρεμή ζητήματα).
Aλλωστε oι πολίτες θεωρούν στην πλειονότητά τους (σε ποσοστά από 63% έως και 69%), όπως προκύπτει μέσα από την έρευνα του ENA, ότι η ελληνική εδαφική ακεραιότητα δεν απειλείται ούτε από την ΠΓΔΜ ούτε από την Αλβανία.
Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Οφείλει να κοιτά μπροστά, προβλέποντας τα καλύτερα που είναι εφικτό να επιτευχθούν αλλά και τα χειρότερα που θα έπρεπε να αποφευχθούν. Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να ασκείται με ιαχές, ειδικά απέναντι σε έναν γείτονα όπως η Τουρκία που είναι σαφές ότι επιδιώκει να παρασύρει την Αθήνα σε ένα παιχνίδι προκλήσεων το οποίο θα της επιτρέψει εν συνεχεία να καταγγέλλει την «ελληνική προκλητικότητα» και να επικαλείται η ίδια (ποια; η Τουρκία) την προστασία του διεθνούς δικαίου
. Ακούγεται σαν κακό ανέκδοτο, ο «θύτης» να παριστάνει ξαφνικά το «θύμα», αλλά είναι ένα έργο που έχουμε δει πολλάκις στα ελληνοτουρκικά, ειδικά από το 2016 και μετά. Απέναντι σε αυτό, η ελληνική στάση οφείλει να είναι αποφασιστική μεν, αλλά διπλωματική και ψύχραιμη.
(Αναδημοσίευση από το site του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)