Στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όταν η ανεργία είχε ανεβεί σε εφιαλτικά ποσοστά (ξεπέρασε και το 28% το 2013), εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έψαχναν μάταια για δουλειά. Σήμερα, το πρόβλημα έχει αντιστραφεί: οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται δυναμικά, με τις επιχειρήσεις να λένε ότι δεν μπορούν να τις καλύψουν, επειδή δεν βρίσκουν το προσωπικό με τα προσόντα και τις δεξιότητες που απαιτούν οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που παραθέτει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην τριμηνιαία έκθεσή του. Όπως σημειώνει, σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της Eurostat ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας στο σύνολο της οικονομίας κατά το β’ τρίμηνο του 2024 ανήλθε στις 53.814 θέσεις εργασίας, αυξημένος κατά 54,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.
Οι περισσότερες κενές θέσεις συναντώνται στον Κλάδο του Τουρισμού (16,4%), κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη, με δεδομένη τη μεγέθυνση του κλάδου. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι δεύτερος σε κενές θέσεις είναι ο Δημόσιος Τομέας (Δημόσια Διοίκηση, Άμυνα και Κοινωνική Ασφάλιση), όπου το ποσοστό των κενών θέσεων είναι 14,6%. Ακολουθούν οι Διοικητικές και Υποστηρικτικές Δραστηριότητες (13,7%).
Το παράδοξο είναι ότι οι θέσεις μένουν κενές ενώ το ποσοστό της ανεργίας παραμένει αρκετά υψηλό, στο 10,2% το β' τρίμηνο, από 11,4% το πρώτο τρίμηνο. Το ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των κενών θέσεων εργασίας παρά το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που υποδηλώνει το επίπεδο της ανεργίας, καταδεικνύει την αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας.
Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις δεν βρίσκουν κατάλληλο προσωπικό
Η αναντιστοιχία αυτή αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2024 από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ). Τα βασικά ευρήματα της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 1.600 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
- Νέες θέσεις λόγω ανάπτυξης: Οι περισσότερες επιχειρήσεις (52,4%) αναζητούν προσωπικό για να καλύψουν τακτικές ανάγκες τους λόγω ανάπτυξης (είτε από την αύξηση των πωλήσεων είτε από την επέκτασή τους χάρη στην έγκριση χρηματοδοτήσεων) παρά για την κάλυψη προσωρινών/εποχικών αναγκών.
- Δυσκολία εύρεσης κατάλληλου εργατικού δυναμικού: Το 76,7% των επιχειρήσεων της έρευνας δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού, με κύριους παράγοντες την απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους υποψηφίους.
- Η ζήτηση επικεντρώνεται σε νέους εργαζόμενους: Οι περισσότερες επιχειρήσεις εστιάζουν στην πρόσληψη προσωπικού με μικρή προϋπηρεσία (έως πέντε έτη), πιστοποιημένων γνώσεων (κατάρτιση, εξειδίκευση, εκπαίδευση), ανεξαρτήτως φύλου και προσφέρουν μισθό έως 1.500 ευρώ. Η ζήτηση δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων: οι περισσότερες επιχειρήσεις (43,4%) αναζητούν επαγγελματίες υψηλής εξειδίκευσης, με την αναζήτηση ανειδίκευτων εργατών να ακολουθεί (26,6%).
- Κίνητρα για νέους εργαζόμενους: Το 52% των επιχειρήσεων αναφέρουν την απόκτηση εμπειρίας και το χτίσιμο του βιογραφικού ως το βασικότερο προσφερόμενο κίνητρο για να γίνουν ελκυστικές στην προσέλκυση προσωπικού. Το 44,5% των επιχειρήσεων θεωρεί τις αυξημένες απολαβές ως το επόμενο πιο βασικό κίνητρο.
- Επαναπατρισμός νέων εργαζομένων: Το 14,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει προσλάβει άτομα που επαναπατρίστηκαν κατά την τελευταία τριετία, δείχνοντας μία μικρή τάση για σταδιακή επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό.
- Ο ρόλος της εκπαίδευσης και των μισθών: Το 56,7% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι χρειάζεται καλύτερη και αποτελεσματικότερη σύνδεση εκπαιδευτικών φορέων και επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι παρεμβάσεις τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης όσο και οικονομικής φύσεως αναμένεται να βελτιώσουν το πλαίσιο απασχόλησης.