Η εκτόξευση του πληθωρισμού το 2022 που αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη κατακόρυφη άνοδο του κόστους παραγωγής και των λοιπών λειτουργικών εξόδων, έχουν φέρει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα όρια της αντοχής τους.
Σχεδόν μια στις δύο ΜμΕ δηλώνει σε έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και είναι πιθανό εντός της χρονιάς να βάλει «λουκέτο». Για να ανταπεξέλθουν, μάλιστα, στις αυξημένες παραγωγικές ανάγκες και να διατηρηθούν στη επιχειρησιακή «ζωή», η μεγάλη πλειοψηφία των ΜμΕ, το 69%, σκοπεύει να αυξήσει κι άλλο τις τιμές των προϊόντων της το επόμενο εξάμηνο. Εξέλιξη, η οποία προφανώς και έχει άκρως αρνητικό πρόσημο για τα νοικοκυριά, που βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωπα με νέες ανατιμήσεις.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα καταδεικνύουν με εμφατικό τρόπο το σοβαρό αρνητικό αποτύπωμα που άφησε ο πληθωρισμός και τα ενεργειακά και λοιπά κόστη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα το 44% εκτιμά αρκετά ή πολύ πιθανό η επιχείρηση να κλείσει κατά το επόμενο έτος. Περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις (41,5%) αναμένουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το τρέχον έτος, παρά τους ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις αναλόγως της ομάδας επιχειρήσεων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά θετικών και χαμηλότερα ποσοστά αρνητικών εκτιμήσεων ως προς την εξέλιξη του κύκλου εργασιών σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων θεωρεί πως οι συνέπειες του πληθωρισμού είναι αρνητικές, με σημαντικότερες τη μείωση της ζήτησης προϊόντων από τους τελικούς καταναλωτές (67%), την αύξηση του ανταγωνισμού με τις άλλες επιχειρήσεις (45,2%), την αδυναμία εύρεσης πρώτων υλών (40%), την αναστολή επενδυτικών αποφάσεων (38,5%), την αύξηση των οφειλών προς το δημόσιο (38,5%).
Προκειμένου να επιβιώσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ψάχνουν σανίδα σωτηρίας στις ανατιμήσεις των προϊόντων τους, οι οποίες έγιναν το 2022 και θα συνεχιστούν και το 2023. Το 69% σκοπεύει να προχωρήσει σε νέες αυξήσεις τιμών εντός του επόμενου εξαμήνου. Αυξημένα ποσοστά ως προς την εκτίμηση μελλοντικής αύξησης των τιμών εμφανίζουν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν έως δέκα έτη, που δραστηριοποιούνται σε μεγάλα αστικά κέντρα, που έχουν υψηλότερο τζίρο, που πωλούν ενδιάμεσα αγαθά, και πραγματοποιούν εξαγωγές.
Μεγάλος βραχνάς το κόστος ενέργειας – Σημαντικές αυξήσεις στις μεταφορές
Μεγάλος βραχνάς για τις ΜμΕ ήταν το αυξημένο κόστος ενέργειας, καθώς μία στις τρεις επιχειρήσεις (34,8%) δήλωσε ότι αντιμετώπισε αυξήσεις άνω του 50%, με τις μισές από αυτές να δηλώνουν πως το σχετικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100%. Έτσι, η μεσοσταθμική αύξηση της δαπάνης ενέργειας για το σύνολο των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 42%.
Εξίσου σημαντικές ήταν και οι αυξήσεις στο κόστος μεταφορών το οποίο, επίσης, επηρεάζεται από το κόστος ενέργειας (καύσιμα). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 30% των επιχειρήσεων αντιμετώπισε αυξήσεις έως 20%, ένα πρόσθετο 30% αντιμετώπισε αυξήσεις από 20% έως 50% και το υπόλοιπο 40% αντιμετώπισε αυξήσεις άνω του 50%. Στο σύνολο των επιχειρήσεων η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους μεταφορών ήταν 27%.
Εξίσου μεγάλη ήταν και η αύξηση του κόστους προμήθειας πρώτων υλών ή άλλων εισροών. Το 82% των επιχειρήσεων αντιμετώπισε αυξήσεις έως και 50%, με αποτέλεσμα η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους πρώτων υλών για το σύνολο των επιχειρήσεων να διαμορφώνεται σε 27,3%.
Συνοδευτικό υλικό - Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ
Τέλος, μικρότερες, όχι όμως αμελητέες, ήταν οι αυξήσεις στο κόστος ενοικίου (7,6%) και στο κόστος μακροχρόνιας μίσθωσης μεταφορικών μέσων (leasing) που αυξήθηκε κατά 4,4%. Βάσει των παραπάνω, η μεσοσταθμική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων του δείγματος εκτιμήθηκε σε 19,3%, εξαιρουμένων των αυξήσεων στις δαπάνες μισθοδοσίας και στις λοιπές δαπάνες.