Μια αμφίρροπη μάχη μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζιτών για το νέο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας βρίσκεται σε εξέλιξη, μετά την πρόσφατη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου επιβεβαιώθηκε η βούληση των δύο πλευρών για συναινετική τροποποίηση του νόμου Κατσέλη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, για το όριο αξίας της πρώτης κατοικίας που θα μπορεί να τεθεί στις προστατευτικές διατάξεις του νέου θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα έχει μόνιμο χαρακτήρα, η απόσταση ανάμεσα στις θέσεις κυβέρνησης και τραπεζιτών παραμένει αγεφύρωτη.
Η κυβέρνηση εμμένει, κατά τις ίδιες πληροφορίες, στην ανάγκη να διατηρηθεί ένα σχετικά υψηλό όριο, τουλάχιστον 150.000 ευρώ για τους άγαμους, που θα προσαυξάνεται ως τα 270.000 ευρώ με βάση τον αριθμό των τέκνων, ώστε οι προστατευτικές διατάξεις του νόμου να μην αφήνουν ακάλυπτα πολλά νοικοκυριά της μεσαίας τάξης με οικονομικές δυσκολίες. Άλλωστε, το θέμα έχει μεγάλη πολιτική φόρτιση, εν μέσω της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου.
Οι στρατηγικοί κακοπληρωτές
Από την πλευρά τους, όμως, οι τραπεζίτες επιμένουν στην απαίτησή τους να μειωθεί ακόμη και χαμηλότερα από τα 100.000 ευρώ το όριο προστασίας. Υποστηρίζουν ότι όποιοι έχουν αγοράσει κατοικίες μεγάλης αξίας με στεγαστικά δάνεια και δηλώνουν ότι δεν μπορούν να τα εξυπηρετήσουν, παρότι οι τράπεζες προσφέρουν αρκετές δυνατότητες ευνοϊκών ρυθμίσεων, ανήκουν κατά κανόνα στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών, που δεν θα πρέπει να ευνοηθούν από το νόμο.
Η Ελληνική Ένωση Τραπεζών έθεσε, δια του προέδρου της, Νίκου Καραμούζη, ένα αρκετά «σφικτό» πλαίσιο για τη διαμόρφωση του νέου νόμου, αμέσως μετά τη σύσκεψη στο Μαξίμου: «Η ΕΕΤ είναι θετική για ένα νέο πλαίσιο προστασίας της α΄κατοικίας», είχε τονίζει τότε ο κ. Καραμούζης, επισημαίνοντας, όμως, ότι αυτό θα πρέπει «να αφορά μόνο οικονομικά ευπαθείς ομάδες σε αδυναμία πληρωμής, αυστηρότερα κριτήρια αποπληρωμής, αυστηρότερα κριτήρια επιλογής, αποκλεισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και να στηρίζει την ευρωστία και τις εποπτικές υποχρεώσεις των τραπεζών».
Διερμηνεύοντας αυτές τις γενικές θέσεις της ΕΕΤ, τραπεζικά στελέχη τονίζουν ότι το θέμα του νέου ορίου προστασίας για την πρώτη κατοικία θα έχει αυτή την φορά πολύ περισσότερες παραμέτρους από αυτές που λαμβάνονταν υπόψη στο παρελθόν. Πρώτη φορά η κυβέρνηση έχει την πρόθεση να αξιοποιηθεί το εργαλείο του «ομοιόμορφου κουρέματος» στεγαστικών για τους δανειολήπτες που θα υπαχθούν στο νέο νόμο Κατσέλη.
Το κυπριακό μοντέλο
Ειδικότερα, το μοντέλο που προκρίνει η κυβέρνηση (κυπριακό μοντέλο «Εστία») προβλέπει ότι για τη διευθέτηση των προβληματικών στεγαστικών δανείων θα αναλάβουν βάρη και οι τράπεζες, που θα κληθούν να «κουρέψουν» την αξία των ενεχύρων με βάση τις τρέχουσες εμπορικές αξίες των ακινήτων, οι οποίες είναι κατά κανόνα αρκετά χαμηλότερες από αυτές που ίσχυαν όταν χορηγήθηκαν τα δάνεια.
Οι τραπεζίτες θέλουν να αποφύγουν τον κίνδυνο να ανοίξει υπερβολικά η «περίμετρος» των δανείων που τελικά θα «κουρευτούν» με αυτό το θεσμικό πλαίσιο, καθώς λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη «την ευρωστία και τις εποπτικές υποχρεώσεις των τραπεζών».
Σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν γίνει, αν το όριο προστασίας διατηρηθεί σχετικά υψηλό, στα 150.000 ευρώ, το «κούρεμα» θα γενικευθεί υπερβολικά και θα καταλήξει να επηρεάζει με πολύ δυσμενή τρόπο τους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Σε αυτή τη συζήτηση, η Κομισιόν έχει το ρόλο του διαιτητή, αλλά δεν είναι ουδέτερη: έχει ξεκαθαρίσει ότι προτείνει μεγάλη μείωση του ορίου προστασίας, ώστε να διασφαλισθεί ότι θα αξιοποιηθεί ο νέος νόμος μόνο από όσους έχουν πραγματική ανάγκη.
Τα στελέχη της Επιτροπής, στο πλαίσιο της δεύτερης, μεταμνημονιακής αξιολόγησης, που αρχίζει σύντομα, θα έχουν μια πολύ δύσκολη αποστολή, προκειμένου να διαμορφωθεί το τελικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας: από τη μια, να εξυπηρετήσουν το βασικό τους σκοπό, δηλαδή την προώθηση της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών, από την άλλη να αποφύγουν μια σύγκρουση με την ελληνική κυβέρνηση για ένα θέμα υψηλής πολιτικής ευαισθησίας…