Οικονομία

Πρωταθλητισμό φορολογικών επιβαρύνσεων στα καύσιμα κάνει η Ελλάδα!


Στην κορυφαία τετράδα των φορολογικών επιβαρύνσεων στα καύσιμα βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όμως το υπουργείο Οικονομικών αντιστέκεται σθεναρά σε οποιαδήποτε μείωση των φόρων, οι οποίοι αποτελούν τη… χρυσοτόκο όρνιθα του κρατικού προϋπολογισμού, εισφέροντας έσοδα της τάξεως των 6 δισ. ευρώ σε «κανονικές» συνθήκες (εκτός πανδημίας).

Τα στοιχεία από Πετρελαϊκό Δελτίο της Κομισιόν αποκαλύπτουν τη δυσανάλογη αύξηση των φόρων στα καύσιμα, που ήλθε ως αποτέλεσμα της εξαιρετικά αυστηρής εισπρακτικής πολιτικής της μνημονιακής περιόδου. Οι Έλληνες καταναλωτές, παρότι βρίσκονται στο τέλος της κατάταξης μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης σε εισόδημα, πληρώνουν από τους βαρύτερους φόρους, πολύ υψηλότερους από αυτούς που επιβάλλονται σε οικονομίες με πολύ μεγαλύτερα κατά κεφαλήν εισοδήματα, όπως της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Ειδικότερα, στην αμόλυβδη βενζίνη η συνολική φορολογική επιβάρυνση (ΦΠΑ, Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης) είναι 713,55 ευρώ το χιλιόλιτρο και η Ελλάδα κατατάσσεται στην τέταρτη θέση. Λίγο μεγαλύτερη επιβάρυνση καταγράφεται στην Ιταλία και τη Φινλανδία και αρκετά μεγαλύτερη στην Ολλανδία. Οι φόροι αντιστοιχούν σχεδόν σε ποσοστό 60% της τελικής τιμής στην Ελλάδα και είναι ο κύριος παράγοντας που έφερε την προηγούμενη εβδομάδα τη χώρα μας δεύτερη σε ακριβότερη αμόλυβδη στην ευρωζώνη, πίσω μόνο από την Ολλανδία. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η Κύπρος, παρότι επίσης εφάρμοσε μνημόνιο με αυστηρά με οικονομικά μέτρα, έχει τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση στη βενζίνη στην ευρωζώνη, με λιγότερα από 440 ευρώ το χιλιόλιτρο. Αρκετά χαμηλότερη είναι η επιβάρυνση και στην, επίσης «μνημονιακή», Ιρλανδία, ενώ οι εξαιρετικά εύποροι κάτοικοι του Λουξεμβούργου πληρώνουν μόλις 516 ευρώ το χιλιόλιτρο.

Στο πετρέλαιο θέρμανσης, που άλλοτε λάμβανε μεγάλη φορολογική επιδότηση από το κράτος, η οποία καταργήθηκε για να μην υπάρχει κίνητρο λαθρεμπορίου στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται επίσης τέταρτη στην ευρωζώνη, με φορολογική επιβάρυνση 290,57 ευρώ το χιλιόλιτρο, πίσω μόνο από την Ολλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Άλλες χώρες επιδοτούν γενναιόδωρα, μέσω της φορολογίας, το πετρέλαιο θέρμανσης: στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι φόροι είναι μόλις 18,65 ευρώ το χιλιόλιτρο. Οι Γερμανοί, αν και έχουν πολύ υψηλότερα εισοδήματα από τους Έλληνες, πληρώνουν φόρους μόνο 61,35 ευρώ το χιλιόλιτρο.

Θεωρητικά, τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων στα καύσιμα, όχι μόνο ως ένα μέτρο πρόσκαιρης ανακούφισης των νοικοκυριών από τα αυξημένα ενεργειακά κόστη, αλλά και για να διορθωθούν φοροεισπρακτικές υπερβολές που ανήκουν σε άλλες εποχές, όταν το Δημόσιο αναζητούσε εναγωνίως σίγουρα έσοδα για να εφαρμόσει τα οικονομικά προγράμματα των μνημονίων και να αποφύγει τη χρεοκοπία.

Σύμφωνα με πληροφορίες, όμως, το υπουργείο Οικονομικών δεν προτίθεται να κάνει την παραμικρή κίνηση σε αυτό το πεδίο, όχι γιατί, όπως είπε στις γνωστές, ατυχείς δηλώσεις του ο Θ. Σκυλακάκης οι χαμηλότεροι φόροι στη βενζίνη ευνοούν τους πλούσιους, που έχουν αυτοκίνητα. Αλλά διότι οι φόροι στα υγρά καύσιμα έχουν εξελιχθεί σε μια από τις καλύτερες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού, που μάλιστα απέδωσαν το 2021 περισσότερο από το αναμενόμενο, παρά τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόσθηκαν για την πανδημία.

Στις «κανονικές» συνθήκες του 2019, ο ΦΠΑ στα καύσιμα απέδωσε περίπου 2 δισ. ευρώ (σημειωτέον ότι ο ελληνικός συντελεστής ΦΠΑ, στο 24% είναι ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη), ενώ ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στη βενζίνη απέδωσε 2,2 δισ. ευρώ και στο ντίζελ (θέρμανσης και κίνησης) περίπου 1,8 δισ. ευρώ. Συνολικά, οι φόροι των καυσίμων απέδωσαν περίπου 6 δισ. ευρώ και ήταν ένας βασικός πυλώνας για τα κρατικά έσοδα.

Μάλιστα, το 2021, παρά τις αρρυθμίες που δημιούργησαν τα περιοριστικά μέτρα στην κατανάλωση καυσίμων κίνησης, ο ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή απέδωσε έσοδα 32 εκατ. ευρώ μεγαλύτερα από τον στόχο του προϋπολογισμού και ο ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα απέδωσε 59 εκατ. ευρώ περισσότερα από τον στόχο που είχε θέσει το υπ. Οικονομικών.

Με αυτά τα δεδομένα, η πολιτική ηγεσία του υπ. Οικονομικών θέλει να αποκρούσει τις πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για μειώσεις στους φόρους των καυσίμων, παρά το γεγονός ότι ακόμη και ένα μέτριο «ψαλίδισμα», ώστε να κατεβούν οι επιβαρύνσεις πιο κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης, θα πρόσφερε σημαντική ανακούφιση στους Έλληνες καταναλωτές.