Μετά την πανηγυρική άντληση 3,5 δισ. ευρώ από το Δημόσιο τον Ιανουάριο, με ιστορικά χαμηλό επιτόκιο 10ετών ομολόγων (στο 0,80%), η διεθνής επιβάρυνση του κλίματος στις αγορές ομολόγων και οι ανησυχίες για το ενδεχόμενο να αντλήσει περισσότερα το Δημόσιο από τον αρχικό προγραμματισμό έχουν αρχίσει να δημιουργούν δυσκολότερες συνθήκες για το επόμενο διάστημα, με τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων στη δευτερογενή αγορά να έχουν απομακρυνθεί πολύ από τα ιστορικά χαμηλά που καταγράφηκαν στα τέλη του προηγούμενου έτους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου, ενώ είχε μειωθεί στο 0,55% στη δευτερογενή αγορά στις 15 Δεκεμβρίου, τώρα έχει ανεβεί σχεδόν 50% υψηλότερα, ξεπερνώντας το 0,80%.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου
Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η αύξηση της απόδοσης αντανακλά διεθνείς εξελίξεις στις αγορές ομολόγων, όπου οι αποδόσεις ενισχύονται, καθώς η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου, σε συνδυασμό με τα τεράστια προγράμματα στήριξης από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες αλλάζουν τις προσδοκίες των επενδυτών για τον πληθωρισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου, που αποτελεί και το παγκόσμιο «βαρόμετρο» για τις αγορές, έχει ξεπεράσει το 1,30% και κινείται προς τα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν την πανδημία και τη μεγάλη πτώση που είχε σημειώσει μετά τις παρεμβάσεις της Fed.
Στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ για την πανδημία παρέχει μια «εγγύηση» στους επενδυτές για το άμεσο μέλλον, μια πρόσθετη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι πρόσθετες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις που θα υποστούν τα κράτη, για να παράσχουν στήριξη σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ενόψει της παρατεταμένης υγειονομικής κρίσης και της καθυστέρησης στα προγράμματα εμβολιασμού.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αυτό το θέμα αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχιών, καθώς η κυβέρνηση έχει ήδη προαναγγείλει ότι τα 7,5 δισ. ευρώ που είχαν προγραμματισθεί να διατεθούν το 2021 για μέτρα στήριξης θα αυξηθούν σημαντικά, ενδεχομένως και πάνω από τα 10 δισ. ευρώ. Το πρόσθετο κόστος των παρεμβάσεων δεν έχει οριστικοποιηθεί, αλλά το επόμενο διάστημα αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή συμπληρωματικός προϋπολογισμός.
Όλα αυτά, ενώ οι επενδυτές παρακολουθούν πολύ προσεκτικά τα δημοσιονομικά στοιχεία, για να βγάλουν συμπεράσματα για την έκταση των επιδράσεων της κρίσης στον ελληνικό προϋπολογισμό. Η Citigroup αναπροσάρμοσε την πρόβλεψή της για το φετινό έλλειμμα, εκτιμώντας ότι θα ανέλθει στο 6% του ΑΕΠ, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 5,4%. Παράλληλα, εκτιμά ότι για μια πενταετία το χρέος θα παραμείνει υψηλότερο από 200% του ΑΕΠ. Βραχυπρόθεσμα, πάντως, η τράπεζα παραμένει θετική για τα ελληνικά ομόλογα.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, την αγορά απασχολεί έντονα το ενδεχόμενο να «φουσκώσουν» οι δανειακές ανάγκες του τρέχοντος έτους, κάτι που θα ωθούσε σε άνοδο τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό για το 2021, θα αντληθούν με εκδόσεις ομολόγων 12 δισ. ευρώ. Όμως, ήδη υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ανάγκες είναι αυξημένες, καθώς τον Ιανουάριο, εκτός από τα 3,5 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν με την κοινοπρακτική έκδοση ομολόγων, ο ΟΔΔΗΧ προχώρησε και σε μια ανορθόδοξη κίνηση για την άντληση ρευστότητας, μέσω της διάθεσης 30ετών ομολόγων στην Εθνική Τράπεζα με ιδιωτική τοποθέτηση.
Όπως εκτιμούν στελέχη της αγοράς, όσο υπάρχει η ισχυρή στήριξη από την ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα και αυτά εξακολουθούν να παρέχουν τις υψηλότερες αποδόσεις στην ευρωζώνη, σοβαρά προβλήματα στην κάλυψη των δανειακών αναγκών του Δημοσίου δεν αναμένεται να εμφανισθούν. Όμως, ο δανεισμός με χαμηλό επιτόκιο - ρεκόρ που είδαμε τον Ιανουάριο δεν αναμένεται να επαναληφθεί στις επόμενες εκδόσεις κρατικών τίτλων, όπου τα κόστη δανεισμού του Δημοσίου θα αρχίσουν να αυξάνονται.