Πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ και ανάπτυξη 2,1%, προβλέπει το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023, που κατατέθηκε πριν από λίγο στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Αναφορικά με το 2022, το πρωτογενές έλλειμμα είναι χαμηλότερο των αρχικών προβλέψεων και διαμορφώνεται στο 1,7% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης για 2%, ενώ η ανάπτυξη θα είναι στο 5,3%, έναντι αρχικής εκτίμησης για 4,5%. Για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,5 δισ. ευρώ, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ αποθεματικό για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, πρωτίστως για την επιδότηση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος.
Μετά την κατάθεση του Προσχεδίου, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης δήλωσαν μεταξύ των άλλων, ότι
«ο Προϋπολογισμός του 2023 καταρτίζεται υπό συνθήκες εξαιρετικά υψηλής αβεβαιότητας, αναφορικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Καλείται να συγκεράσει προκλήσεις που αφορούν την ενεργειακή κρίση, την πληθωριστική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την υγειονομική κρίση που, εάν και έχει υποχωρήσει, συνεχίζει να επιβαρύνει τις δαπάνες του συστήματος υγείας, αλλά και τις αυξημένες δαπάνες για την αναγκαία αμυντική θωράκιση της χώρας. Την ίδια στιγμή καλείται να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και να υποστηρίξει ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ζωής και της ευημερίας όλων των πολιτών.
Είναι σαφές ότι οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τόσο σε Εθνικό όσο και σε Παγκόσμιο επίπεδο για το 2023, είναι αυξημένοι και συνδέονται κατά κύριο λόγο με τις γεωπολιτικές προκλήσεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, τις συνθήκες εφοδιασμού της Ευρώπης με φυσικό αέριο, τις τιμές της ενέργειας και των καυσίμων και την Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική».
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν οι υπουργοί και περιλαμβάνονται στο Προσχέδιο, «η Ελληνική οικονομία έχει επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από τα δημοσιονομικά μέτρα της πολιτείας. Ως αποτέλεσμα, για το 2022 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 5,3%, έναντι 4,5% που είχε προβλεφθεί στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2022 και 3,1% που είχε εκτιμηθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2022, τη στιγμή που ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται να αυξηθεί κατά 8,8%, έναντι 5,6% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 12,9% έναντι 13,9% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και 14,2% στον Προϋπολογισμό του 2022.
Το αποτέλεσμα αυτό υποστηρίχθηκε εντός του 2022 από δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,7 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, μέτρα ύψους 4,3 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά και μεταρρυθμίσεις προς όφελος των πολιτών, όπως ενδεικτικά είναι η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% συνολικά μέσα στο 2022, η περαιτέρω μόνιμη μείωση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), από το 2018 κατά 35% και η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών-δωρεών».
Αναφορικά με το 2023 όπως σημειώνεται «υπό τις εξαιρετικά αβέβαιες συνθήκες διαμόρφωσης προβλέψεων και με βάση τις τρέχουσες τιμές μελλοντικών συμβολαίων της ενέργειας, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 3%, έναντι 4% της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τις θερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,1%, έναντι 1,4% του μέσου όρου της Ευρωζώνης σύμφωνα με τις θερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και 0,9% σύμφωνα με τις προβλέψεις Σεπτεμβρίου 2022 της ΕΚΤ. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, έχουν λόγω των συνθηκών ακραίας γεωπολιτικής αβεβαιότητας, υψηλό βαθμό επισφάλειας και μπορεί να αναθεωρηθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν την κατάθεση του τελικού σχεδίου του προϋπολογισμού».
Να σημειωθεί ότι ο Προϋπολογισμός του 2023 είναι ο πρώτος κρατικός προϋπολογισμός τα τελευταία δώδεκα έτη, και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας. Συνεπώς πλέον, όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη απεικονίζονται μόνο με τη κοινή μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ESA) και παραλείπονται πλέον εκτιμήσεις κατά πρόγραμμα.
Το γεγονός αυτό ωστόσο, καταδεικνύει την εθνική ευθύνη απέναντι στις θυσίες των πολιτών τα τελευταία δώδεκα έτη, αλλά και στη νέα γενιά, να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, βασιζόμενοι σε ίδιες δυνάμεις, ακόμη και κάτω από αντίξοες διεθνείς συγκυρίες. Οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης, ήτοι ελλείμματος 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ για το 2023, αναθεωρούνται σε έλλειμμα 1,7% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023. Με αυτό τον τρόπο διατηρείται η δημοσιονομική ισορροπία για την εν λόγω περίοδο, διοχετεύοντας τους απαραίτητους πόρους, έχοντας χτίσει με διορατικότητα ασφαλή ταμειακά διαθέσιμα, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων κατά το νέο έτος».
Παράλληλα σύμφωνα με τα όσα δηλώνουν οι Χρ. Σταϊκούρας και Θ. Σκυλακάκης, «στο ανωτέρω αποτέλεσμα, για το 2023 έχει συμπεριληφθεί το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων, ύψους 3,5 δισ. ευρώ, που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και επιπλέον 1 δισ. ευρώ αποθεματικό για αυξημένες δαπάνες αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, πρωτίστως για την επιδότηση λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και την αντιμετώπιση δαπανών των φορέων γενικής κυβέρνησης.
Επιπλέον, για το έτος 2023 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 8,3 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και 5,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων 3,5 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων, στο οποίο έως σήμερα έχουν ενταχθεί 372 έργα και εμβληματικές επενδύσεις ύψους 13,5 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρθηκε, η αβεβαιότητα γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα που δυσχεραίνει τη διενέργεια ασφαλών προβλέψεων παγκοσμίως. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό όπλο οικονομικής άμυνας της χώρας είναι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, κατευθύνοντας τους πόρους που είναι διαθέσιμοι, στον μετριασμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης στην Ελληνική κοινωνία και τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Παράλληλα, η τήρηση των ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων είναι το διαβατήριο για την πρόσβαση στις αγορές, τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους και την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η θετική οικονομική προοπτική της χώρας για τα επόμενα έτη».