Το υψηλότατο κόστος μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης προκάλεσε την παρέμβαση των δανειστών, οι οποίοι ζητούν εξισορροπητικά μέτρα για την κάλυψή του.
Αυτό προέκυψε από τις πρώτες συζητήσεις με τα τεχνικά κλιμάκια των Θεσμών, τα οποία ενημέρωσε ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγου, για την μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Στις συνομιλίες διατυπώθηκαν ενστάσεις από τους ευρωπαίους και διαφορετικές εκτιμήσεις κυρίως ως προς το ύψος του κόστους μετάβασης και την επίδρασή της στο δημόσιο χρέος. Οι εκπρόσωποι των δανειστών, σύμφωνα με πληροφορίες, ζήτησαν τη θέσπιση ειδικού πόρου (νέος φόρος) για να καλυφθεί το κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα και οι κυβερνητικές εγγυήσεις περί μη μείωσης συντάξεων. Κατά τους δανειστές, η μόνη περίπτωση να μη μειωθούν οι σημερινές συντάξεις είναι να χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης από τη φορολογία των πολιτών.
Οι ενστάσεις των Θεσμών και η συνέχιση των διαπραγματεύσεων, είναι οι λόγοι μετάθεσης της ψήφισης του νομοσχεδίου για το νέο σύστημα επικουρικών συντάξεων. Το σχέδιο νόμου θα βρίσκεται για 5 ακόμη μέρες σε δημόσια διαβούλευση και σύμφωνα με το νεότερο προγραμματισμό του υπουργείου Εργασίας θα έλθει προς συζήτηση στη Βουλή στα τέλη Αυγούστου.
Μαύρη τρύπα
Σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες που συνοδεύουν το νομοσχέδιο για τον «ατομικό κουμπαρά» επικουρικής ασφάλισης, η μαύρη τρύπα στον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ θα φτάσει έως και τα 78 δισ. ευρώ, δημιουργώντας κινδύνους για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού οργανισμού και του συνταξιοδοτικού συστήματος γενικότερα.
Με το νέο σύστημα, οι νέοι εργαζόμενοι που ασφαλίζονται για πρώτη φορά από την 1-1-2022 και μετά, υποχρεωτικά θα ασφαλίζονται για επικουρική σύνταξη, στο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.).
Με την εφαρμογή του νέου συστήματος διακόπτεται η τροφοδοσία των αποθεματικών των επικουρικών ταμείων από τις εισφορές των νέων εργαζομένων και σταδιακά στα επόμενα χρόνια θα δημιουργηθεί μια «μαύρη τρύπα», η οποία δεν θα επιτρέπει τη χρηματοδότηση των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων.
Οι εισφορές των νέων εργαζόμενων θα πηγαίνουν αποκλειστικά στον ΤΕΚΑ, οπότε οι καταβαλλόμενες συντάξεις, θα χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των «παλαιών» ασφαλισμένων, οι οποίοι σταδιακά θα φθίνουν.
Σύμφωνα με την αναλογιστικές μελέτες η εφαρμογή του νέου συστήματος συνεπάγεται ότι για τα χρόνια μετά το 2030 θα απαιτηθεί σημαντική επιπρόσθετη χρηματοδότηση στο ισχύον σύστημα, το οποίο βάσει του σχεδιασμού θα συνεχίσει να λειτουργεί μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και να πεθάνει και ο τελευταίος σημερινός ασφαλισμένος στο ΕΤΕΑΕΠ.
Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκτιμά την παρούσα αξία της επιπρόσθετης αυτής χρηματοδότησης, που αποτελεί το κόστος μετάβασης, μεταξύ 49 και 78 δισ. ευρώ.
Οι αναλυτές εκτιμούν στο βασικό σενάριο, ότι με επιτόκιο προεξόφλησης 3,5% και παραδοχή ότι στο νέο σύστημα θα ενταχθεί το 20% των νέων εργαζομένων έως 35 ετών που βρίσκονται σήμερα ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ, καθώς και το 5% των ελεύθερων επαγγελματιών που δεν έχει σήμερα υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση, το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ.
Όμως στο βασικό σενάριο της αναλογιστικής μελέτης, το κόστος της μετάβασης για την πρώτη δεκαετία ανέρχεται σωρευτικά σε 3 δισ. ευρώ. Το κόστος αυτό θα καλυφθεί, υποστηρίζουν, από την αύξηση του ΑΕΠ, η οποία είναι μια αμφίβολη πρόβλεψη, για ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα και το μόνο βέβαιο είναι πως θα ασκηθούν πιέσεις στον ΕΦΚΑ και στον κρατικό προϋπολογισμό, που θα κληθεί να καλύψει το κενό που δημιουργεί το «πείραμα» της επικουρικής ασφάλισης.
Επίσης, η Eθνική Aναλογιστική Aρχή σημειώνει ότι ο αριθμός των ασφαλισμένων του νέου Ταμείου θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, όπως και οι εισφορές που θα κατευθύνονται προς το σύστημα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια, από το 2030 και έως το 2070, η εξέλιξη της περιουσίας του Ταμείου ως ποσοστό του ΑΕΠ να ξεκινά το 2030 με 1,19% του ΑΕΠ, με αποδόσεις 3% και φθάνει 38% του ΑΕΠ το 2070, και παραδοχή αποδόσεων 4,5%.