Τη λύση της μαζικής πώλησης «τοξικών» δανείων, δηλαδή όσων βρίσκονται σε καθυστέρηση περισσότερο από ένα χρόνο, προκρίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, διαπιστώνοντας ότι ακόμη και αν πουληθούν «κοψοχρονιά» αυτά τα δάνεια, με τιμή ίση με το 3% της ονομαστικής τους αξίας, δεν θα απειληθεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Στη νεότερη επισκόπηση των εξελίξεων στο τραπεζικό σύστημα, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η ΤτΕ έχει περιλάβει ειδικό κεφάλαιο, αφιερωμένο στο θέμα της πώλησης των πιο προβληματικών δανείων σε funds και στην εκτιμώμενη επίδραση που θα υπάρξει στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Μέχρι τώρα, ο βασικός λόγος που έκανε τις τράπεζες να αποφεύγουν τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων ήταν οι χαμηλές τιμές που θα «έπιαναν» αυτά τα δάνεια στην αγορά και ο προβληματισμός για το ενδεχόμενο να υπάρξουν σοβαρά πλήγματα στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Η ειδική ανάλυση, που έγινε από την Τράπεζα της Ελλάδος διαψεύδει αυτές τις ανησυχίες, καθώς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορούν να διατεθούν σε πολύ χαμηλή τιμή δάνεια ονομαστικής αξίας σχεδόν 30 δισ. ευρώ, χωρίς να υποχωρήσει κάτω από το ελάχιστο όριο του 12,5% ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας.
«Ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής», σημειώνει η ΤτΕ, «της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγγελμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισεκ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%».
Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι «η μεγαλύτερη πρόκληση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι η ενεργητική διαχείριση του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΑ. Στο πλαίσιο αυτό και παρά το εύρος των μεταρρυθμίσεων που έχουν υλοποιηθεί για τη διευκόλυνση και λειτουργία μιας ενεργούς δευτερογενούς αγοράς, οι πωλήσεις ΜΕΑ δεν έχουν μέχρι τώρα επιλεγεί ως μέσο επίτευξης του στόχου».
Πάντως, η ΤτΕ εκφράζει την αισιοδοξία της ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος θα οδηγήσει και σε αύξηση των τιμών που προσφέρουν οι επενδυτές για την αγορά δανείων.
Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η πίεση που ασκεί η ΤτΕ για περισσότερες πωλήσεις δανείων έχει ήδη οδηγήσει τις τράπεζες, το φθινόπωρο, να αυξήσουν κατά 70% το στόχο τους για πωλήσεις δανείων. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η ΤτΕ, ενώ οι τράπεζες σχεδίαζαν να αντλήσουν μόλις 6,9 δισ. ευρώ από πωλήσεις δανείων, ως το τέλος του 2019, από το φθινόπωρο ο στόχος αυξήθηκε στα 11,6 δισ. ευρώ.
«Οι τράπεζες», σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΤτΕ για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, «σκοπεύουν να επισπεύσουν την πώληση δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες στοχεύουν σε επιπλέον πωλήσεις ύψους 4,7 δισεκ. ευρώ, αγγίζοντας τα 11,6 δισεκ. ευρώ συνολικές πωλήσεις για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019».