Την άποψη πως ο πληθωρισμός παρέμεινε εξαιρετικά υψηλός και αναμένεται πλέον ότι θα παραμείνει για μεγαλύτερο διάστημα εκτός του στόχου, εξέφρασε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, κατά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, στην οποία πάρθηκε η απόφαση για αύξηση επιτοκίων 75 μονάδων βάσης.
Όπως σημειώνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης, ο Λέιν τόνισε ότι προβολές της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο του 2022 έδειξαν σημαντική αναθεώρηση του πληθωρισμού προς τα πάνω κατά την περίοδο έως το τρίτο τρίμηνο του 2023, αλλά όχι πέρα από αυτό το χρονικό σημείο, γεγονός που έχει να κάνει με τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των βασικών διατροφικών προϊόντων, όμως παρατηρήθηκε ότι ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός - που εξαιρεί αυτά τα δύο μεγέθη - συνεισέφερε επίσης κατά 1% στην ανοδική αναθεώρηση.
Ο ίδιος ανέφερε ότι πρόκειται για κάτι που δείχνει ταχύτερη μετάδοση του πληθωρισμού ενέργειας και τροφίμων στον δομικό πληθωρισμό και πρότεινε το μέγεθος της αύξησης των επιτοκίων να είναι στις 75 μονάδες βάσης, ώστε να λάβει χώρα εμπροσθοβαρώς η μετάβαση από ένα εξαιρετικά διευκολυντικό επίπεδο των επιτοκίων σε επίπεδα που θα διασφαλίσουν την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Επίσης ζήτησε να γίνει γνωστό πως με βάση την τρέχουσα αξιολόγηση, κατά τις επόμενες αρκετές συνεδριάσεις τα επιτόκια αναμένονταν να αυξηθούν περαιτέρω για να περιορίσουν τη ζήτηση και να περιορίσουν τον κίνδυνο μιας επίμονης ανοδικής μετατόπισης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, σύμφωνα με τα τα πρακτικά.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται πως αρκετά μέλη συντάχθηκαν με την πρόταση Λέιν για αύξηση των 75 μονάδων βάσης.
Επισημαίνεται πως το μέγεθος της ανοδικής αναθεώρησης στην πρόβλεψη για τον πληθωρισμό προσωπικού το 2024 δεν έφτανε στον βαθμό για πιο επιθετικές κινήσεις.
Εν συνεχεία, τονίστηκε πως η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται στην ευρωζώνη δεν θα ήταν επαρκής για σημαντική υποχώρηση του πληθωρισμού.
Αξίζει να αναφερθεί πως επισημάνθηκε πως χωρίς έγκαιρο περιορισμό της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής, οι πληθωριστικές πιέσεις που προκαλεί η υποτίμηση του ευρώ θα μπορούσαν να επιδεινωθούν.