Σε μια άκρως επώδυνη διαδικασία εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους μπαίνουν οι ελληνικές τράπεζες, αμέσως μόλις εγκριθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ τα νέα σχέδιά τους για τη μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων.
Αυτή είναι η «μεγάλη εικόνα» που παρατηρούν τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και εκτιμούν ότι, ενώ οι τράπεζες διαθέτουν σήμερα επαρκή επενδυτικά κεφάλαια ακόμη και για να αντέξουν σε ακραίες δυσμενείς μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος, θα χρειασθεί να «κάψουν» αρκετά κεφάλαια την επόμενη τριετία, καθώς θα «ξεφορτώνονται» προβληματικά ανοίγματα με πρωτόγνωρα ταχείς ρυθμούς.
Ως τώρα δεν έχουν γίνει επισήμως γνωστές οι προτάσεις των τραπεζών στον SSM για τη μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων της τριετίας 2019-2021, οι οποίες ενδέχεται να υποστούν και διορθωτικές παρεμβάσεις από τον εποπτικό μηχανισμό, μέχρι να οριστικοποιηθούν.
Όμως, προκάλεσε διεθνώς ανησυχία η χθεσινή «διαρροή» στο “Bloomberg” των βασικών στοιχείων των σχεδίων, που επιβεβαίωσε ότι από τον επόμενο χρόνο αλλάζει εντελώς, υπό την πίεση της Φρανκφούρτης, η στρατηγική αντιμετώπισης των προβληματικών ανοιγμάτων (NPE’s), δηλαδή των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ρυθμισμένων δανείων που κρίνονται επικίνδυνα να «κοκκινίσουν» εκ νέου.
Δύο είναι οι μεγάλες μεταβολές:
- Η πρώτη είναι ποσοτική: ύστερα από μια μακρά περίοδο βασανιστικά αργής μείωσης των προβληματικών ανοιγμάτων, οι τράπεζες καλούνται να τα μειώσουν με καταιγιστικούς ρυθμούς μέσα στην επόμενη τριετία: Η Εθνική από 42,1% σε 18%, η Πειραιώς από 54,7% σε 21%, η Alpha από 51,9% σε 20% και η Eurobank από 40,7% σε 15% (στοιχεία του “Bloomberg).
- Η δεύτερη αλλαγή, σημαντικότερη ίσως, είναι ποιοτική: Μέχρι τώρα, η μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων στηριζόταν κατά κύριο λόγο σε ρυθμίσεις δανείων και απευθείας διαγραφές. Στο νέο σχέδιο, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης θα πρέπει να προέλθει από πωλήσεις δανείων σε funds και ρευστοποιήσεις ενεχύρων, μέσω πλειστηριασμών.
Αυτή η αλλαγή έχει θορυβήσει τους αναλυτές των ξένων οίκων, καθώς είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει απώλειες στις τράπεζες. Ως τώρα, χωρίς να έχουν γίνει μαζικές πωλήσεις δανείων, οι τιμές πώλησής τους ήταν πολύ χαμηλές, όπως σημείωνε η Goldman Sachs σε πρόσφατη ανάλυσή της. Τα μη εξασφαλισμένα δάνεια πωλούνται με έκπτωση 95% και τα εξασφαλισμένα όχι πάνω από το 30% της ονομαστικής τους αξίας.
Εξίσου προβληματική είναι η εικόνα που δίνεται από τους πλειστηριασμούς, με τις τιμές πώλησης να συντηρούνται σε ανεκτά επίπεδα μόνο χάρη στην παρέμβαση των ίδιων τραπεζών, που αγοράζουν ακίνητα, τα οποία έχουν βγάλει στο σφυρί. Μάλιστα, αν οι πλειστηριασμοί επιταχυνθούν η ήδη κακή σχέση προσφοράς – ζήτησης θα διαταραχθεί και οι τιμές θα πιεσθούν περισσότερο.
Προς το παρόν, όπως τόνιζε η Morgan Stanley σε χθεσινή της ανάλυση, είναι δύσκολο να γίνουν υπολογισμοί για το ύψος των κεφαλαίων που θα «καούν» μέσα από αυτή τη «θεραπεία σοκ» των προβληματικών ανοιγμάτων.
Όμως, οι προβλέψεις που έχουν ήδη σχηματίσει οι τράπεζες για την κάλυψη προβληματικών ανοιγμάτων αντιστοιχούν περίπου στο 50% της αξίας των NPE’s και είναι αρκετές για να καλύψουν το κόστος μιας αργής και προσεκτικής διαδικασίας μείωσής τους. Είναι βέβαιο ότι δεν θα είναι αρκετές για να καλύψουν το κόστος μιας «θεραπείας σοκ», με απότομη ρευστοποίηση δανείων και ενεχύρων.
Όλα αυτά οδηγούν από έναν άλλο δρόμο στο ίδιο πρόβλημα που έχει απασχολήσει το τραπεζικό σύστημα τρεις φορές, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης: πόσα νέα κεφάλαια και από ποιες πηγές θα χρειασθεί να αντλήσουν οι τράπεζες για να καλύψουν τις απαιτήσεις μιας γρήγορης εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αναμένεται να δοθεί στις αρχές του 2019, όταν ο εποπτικός μηχανισμός υπολογίζει εκ νέου τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής, που απλώς εκθέτουν τα μεγέθη των τραπεζών σε δυσμενή οικονομικά σενάρια, αλλά και με βάση τους υπολογισμούς για τις απώλειες κεφαλαίων από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων.