Καθώς έχουν αποτύχει οι ρυθμίσεις των χρεών σε 36 – 72 και σε 120 δόσεις, η μόνη διέξοδος που υπάρχει για τα 4.000.000 των οφειλετών της Εφορίας είναι η ένταξη στην πάγια ρύθμιση των 24 - 48 δόσεων.
Ωστόσο και η ένταξη σε αυτή γίνεται υπό αυστηρές προϋποθέσεις και με συγκεκριμένους όρους ως προς τον αριθμό και το ύψος των δόσεων.
Ειδικότερα, οφειλές που έχουν βεβαιωθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία αλλά δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής και αφορούν φόρους κληρονομιών, πρόσθετους φόρους και πρόστιμα από φορολογικούς ή τελωνειακούς ελέγχους, καθώς και μη φορολογικές οφειλές, όπως π.χ. πρόστιμα λόγω παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, πρόστιμα για αυθαίρετη δόμηση και άλλες χρηματικές ποινές που έχουν μεταφερθεί και έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ.. μπορούν να ρυθμιστούν σε 24 έως 48 μηνιαίες δόσεις.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτηση-υπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που έχει τεθεί σε λειτουργία στην ψηφιακή πύλη της Α.Α.Δ.Ε., στην ηλεκτρονική διεύθυνση myaade.gov.gr.
Η εφαρμογή ονομάζεται "Ρύθμιση οφειλών" και από τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος θα εισέλθει σ' αυτήν, με τους κωδικούς του ΤΑΧΙSnet, πρέπει να επιλέξει "P7 Αίτηση πάγιας ρύθμισης οφειλών ν. 4152/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το ν. 4646/2019". Μεταξύ άλλων, κατά τη συμπλήρωση της αίτησης ο οφειλέτης πρέπει να δηλώσει υπεύθυνα ότι δεν έχει υποστεί ποινικές κυρώσεις για φοροδιαφυγή.
Οι δόσεις
Το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 ευρώ. Ο ακριβής αριθμός των δόσεων καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένων υπ' όψη εισοδηματικών κριτηρίων.
Για οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων καθορίζεται με βάση το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής (του αθροίσματος αρχικού ποσού οφειλής, των ήδη συσσωρευμένων προσαυξήσεων και των τόκων της νέας ρύθμισης) και με βάση:
- είτε το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση
- είτε το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
Το ποσό εισοδήματος που λαμβάνεται υπόψη (ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας ή το εισόδημα του αμέσως προηγούμενου έτους) πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Για το τμήμα του εισοδήματος:
- από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή 4%,
- από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή 6%,
- από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή 8%,
- από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή 10%,
- από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή 12%,
- από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή 15%,
- από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 20%,
- πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή 25%.
Οι ανωτέρω συντελεστές μειώνονται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά 1 εκατοστιαία μονάδα για 1 τέκνο, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες για 2 τέκνα και κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες για 3 τέκνα και άνω.
Το ποσό που προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών (το άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές) ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12.
Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής διαιρείται με το ποσό που έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση.
Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 ευρώ.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπ' όψη για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ.
Προκειμένου να καθοριστούν ο αριθμός και τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που δικαιούται κάθε οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο για να ρυθμίσει κάποιο έκτακτο χρέος του λαμβάνεται υπόψη το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά του.
Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού αθροίζονται όλα τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που έχουν επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος ή έχουν απαλλαγεί από τον φόρο εισοδήματος ή έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, ακόμη κι αυτά που απαλλάχθηκαν ή εξαιρέθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Εναλλακτικά, για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων και του ύψους κάθε μηνιαίας δόσης, σε περίπτωση αίτησης για ρύθμιση εκτάκτου χρέους λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό.
Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης μπορεί πάντως, εφόσον το επιθυμεί, να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.
Οι προϋποθέσεις
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:
- η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,
- η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και
- αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ απαιτείται και η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.
Η πρώτη δόση της ρύθμισης πρέπει να καταβάλλεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.
Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
Η ρύθμιση χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης:
- δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
- καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
- δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ' όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
- δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
- έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.