Από τις πλέον ασφαλείς τράπεζες στην Ευρώπη είναι οι ελληνικές, στις νέες συνθήκες αστάθειας που έχει δημιουργήσει η απότομη αύξηση των επιτοκίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Εθνική Τράπεζα περιλαμβάνεται στις τέσσερις πιο ανθεκτικές τράπεζες σε σενάρια εκροής καταθέσεων, μαζί με τις Fineco, Swedbank και Credit Agricole, σύμφωνα με ανάλυση του επενδυτικού οίκου Jefferies.
Ο επικεφαλής του Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, προειδοποίησε πρόσφατα τις τράπεζες ότι «τα αυξανόμενα επιτόκια και η ποσοτική σύσφιξη δημιουργούν την απαίτηση να εστιάσουν περισσότερο σε κινδύνους ρευστότητας και χρηματοδότησης». Όπως τόνισε ο Ενρία, αν οι τράπεζες δεν προσαρμόσουν γρήγορα τη διαχείριση κινδύνων τους και τη στρατηγική τους κατεύθυνση, οι νέες προκλήσεις σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση υπερβολικά απλοϊκά και σαφώς ξεπερασμένα μοντέλα διαχείρισης ενεργητικού - παθητικού, όπως οι πρακτικές carry trade που υιοθέτησαν ορισμένες τράπεζες για να επωφεληθούν από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική (σ.σ.: αγόραζαν μακροχρόνιους τίτλους με υψηλή απόδοση και λάμβαναν βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση με σχεδόν μηδενικά επιτόκια). «Υπάρχει κίνδυνος κάποιες τράπεζες να αιφνδιαστούν», υπογράμμιζε ο Ενρία.
Η Jefferies προσέγγισε στην ανάλυσή της τον διπλό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο οι τράπεζες, όπως φάνηκε στις περιπτώσεις της αμερικανικής Sillicon Valley Bank και της Credit Suisse:
- Από τη μια, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο απότομης απώλειας καταθέσεων (κίνδυνος ρευστότητας), λόγω της αύξησης των επιτοκίων που στρέφει τους καταθέτες σε εναλλακτικές επιλογές, ενώ συχνά επηρεάζονται από κινδυνολογικές αναφορές στα social media και κινούνται σε καθεστώς πανικού. Η SVB έχασε σε μια ημέρα το ένα τέταρτο των καταθέσεών της, ενώ η Credit Suisse είχε απώλειες πάνω από 100 δισ. δολ. μόνο στο τελευταίο τρίμηνο του 2022.
- Η απότομη έξοδος καταθέσεων θέτει σε δοκιμασία τη ρευστότητα των τραπεζών και απειλεί να φέρει στην επιφάνεια ζημιές από μακροχρόνιας διάρκειας ομόλογα, τα οποία χάνουν την αξία τους στην αγορά λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Αν μια τράπεζα δεν διαθέτει αρκετούς βραχυχρόνιους τίτλους υψηλής ποιότητας (π.χ. έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου) για να τους ρευστοποιήσει και να καλύψει εκροές καταθέσεων, μπορεί να υποχρεωθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση της SVB, να πουλήσει με μεγάλη ζημιά μακροχρόνιας διάρκειας τίτλους, με αποτέλεσμα να πληγεί η κεφαλαιακή της επάρκεια.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Jefferies, σε γενικές γραμμές οι ευρωπαϊκές τράπεζες, που εποπτεύονται πιο αυστηρά από τις αμερικανικές, διαθέτουν αρκετούς ποιοτικούς τίτλους βραχυχρόνιας διάρκειας, που ισοδυναμούν με μετρητά, ώστε να καλύψουν μεγάλου ύψους δυνητικές εκροές καταθέσεων, χωρίς να υποχρεωθούν να πουλήσουν ομόλογα και να αναγνωρίσουν ζημιές, οι οποίες δεν έρχονται στην επιφάνεια όσο οι τράπεζες διακρατούν τους τίτλους μέχρι τη λήξη τους.
Κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρηματοδοτούνται με καταθέσεις λιανικής σε ποσοστό 63%. Αυτές οι καταθέσεις, που κατά τον μεγαλύτερο βαθμό καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων των ευρωπαϊκών χωρών, θεωρούνται οι πλέον σταθερές, σε αντίθεση με τις καταθέσεις από μεγάλες επιχειρήσεις, ή πολύ πλούσιους καταθέτες, που φάνηκε στην περίπτωση της SVB και της Credit Suisse ότι μπορεί να αποσύρονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς, προκαλώντας κρίση ρευστότητας σε μια τράπεζα. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες αντλούν από καταθέσεις λιανικής πολύ υψηλό ποσοστό των συνολικών τους καταθέσεων, που πλησιάζει το 80%.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν επαρκή «στρώματα» ασφαλών βραχυχρόνιων τίτλων για να καλύψουν πιθανές εκροές καταθέσεων, χωρίς να χρειασθεί να ρευστοποιήσουν ομόλογα με ζημιά. Αυτοί οι τίτλοι αντιστοιχούν σε ποσοστό 38% των συνολικών τους καταθέσεων, κατά μέσο όρο. Με άλλα λόγια, μπορούν να χάσουν έως 38% των καταθέσεων και να τις καλύψουν με ασφαλείς τίτλους, χωρίς να εγγράψουν ζημιές από την πώληση ομολόγων. Για την Εθνική Τράπεζα, το ποσοστό αυτό είναι 43%, σύμφωνα με την Jefferies, δηλαδή ξεπερνούσε αρκετά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Τι επισημαίνουν Moody's και DBRS
Σύμφωνα με τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody's, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να έχουν επαρκή ρευστότητα για να αντιμετωπίσουν ακόμη και δύσκολες συνθήκες:
- Η ρευστότητα των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών είναι άνετη, με μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) 198% στο τέλος του 2022. Οι καταθέσεις λιανικής αυξήθηκαν κατά 5,8% κατά τη διάρκεια του 2022 και παραμένουν η κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες με μέσο όρο περίπου 71% του συνολικού ενεργητικού στο τέλος του 2022. Η χρηματοδότησή τους από την ΕΚΤ (κυρίως μέσω του προγράμματος TLTRO) μειώθηκε σταδιακά κατά μέσο όρο σε 11% του συνολικού ενεργητικού τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ αναμένουμε περαιτέρω σταδιακή μείωση το 2023-24.
- Η κύρια επενδυτική τοποθέτηση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών είναι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια), τα οποία καλύπτουν περίπου το ήμισυ του επενδυτικού χαρτοφυλακίου τους και ταξινομούνται κατά κύριο λόγο ως διακρατούμενα μέχρι τη λήξη. Κατά συνέπεια, η η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα έχει δημιουργήσει ορισμένες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες σε αυτά τα χαρτοφυλάκια, αν και περιορίζονται μέσω θέσεων αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών. Δεν αναμένουμε από τις ελληνικές τράπεζες να πραγματοποιήσουν σημαντικές ζημίες εύλογης αξίας από αυτούς τους κρατικούς τίτλους την περίοδο 2023-24.
- Επιπλέον, και οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να αξιοποιούν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές κατά τη διάρκεια του 2022 προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις MREL. Από τις πρώτες εκδόσεις τους το 2019, όταν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες ανέκτησαν την πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, έχουν προχωρήσει σε εκδόσεις περίπου 10,1 δισ. ευρώ. Αναμένουμε ότι θα συνεχίσουν να αυξάνουν το χρέος τους τα επόμενα 2-3 χρόνια, αν και επί του παρόντος με υψηλότερο κόστος, προκειμένου να επιτύχουν πλήρως τους τελικούς στόχους MREL έως το 2025.
Πάντως, ακόμη και αν χρειαζόταν οι ελληνικές τράπεζες να πουλήσουν ομόλογα, εγγράφοντας ζημιές, αυτές οι ζημιές δεν θα μείωναν σε τέτοιο βαθμό την κεφαλαιακή τους επάρκεια, ώστε να υποχωρούσε κάτω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια και να χρειαζόταν ανακεφαλαιοποίησης. Ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, που προχώρησε ένα τεστ στις ευρωπαϊκές τράπεζες για να διαπιστώσει πόσο θα επηρεαζόταν η κεφαλαιακή τους επάρκεια, αν αναγνώριζαν «αφανείς» ζημιές από ομόλογα με ένα συντελεστή 10%, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν έρχονταν στην επιφάνεια τέτοιες ζημιές, οι ελληνικές τράπεζες θα διατηρούσαν βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) στο 11%, αρκετά υψηλότερο από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 8%.