Τράπεζες

Γιατί οι αγορές "σκοτώνουν" τις τράπεζες - Τα δολάρια της ΕΚΤ και η στήριξη από Fed


«Ο τραπεζικός μας τομέας είναι ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις σε κεφάλαια και ρευστότητα»: Αυτό τόνισαν χθες σε κοινή τους δήλωση οι ηγέτες των χωρών της ευρωζώνης, την ώρα που βυθίζονταν οι τραπεζικές μετοχές με πρώτη τη μετοχή της κορυφαίας γερμανικής τράπεζας, Deutsche Bank. Όμως, παρότι δεν αμφισβητείται η σχετικά ισχυρή θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών, που ουδόλως θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε το 2008, γεγονός είναι ότι τα υψηλά αμερικανικά επιτόκια εισάγουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε μια περίοδο σκληρής δοκιμασίας.

Το χθεσινό επεισόδιο με την επίθεση των αγορών στην Deutsche Bank και ευρύτερα στις τράπεζες της ευρωζώνης δεν σχετίζεται, όπως τονίζουν έμπειρα τραπεζικά στελέχη, με κάποια αδυναμία στον ισολογισμό της κορυφαίας γερμανικής τράπεζας. Συνδέεται με τους κινδύνους ρευστότητας που δημιουργούν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα οι παγκόσμιες μετακινήσεις τεράστιων ποσών σε δολάρια, οι οποίες συνδέονται, με τη σειρά τους, με την τεράστια αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων σε πολύ σύντομη χρονική περίοδο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το βασικό επιτόκιο της Fed βρισκόταν κοντά σε μηδέν μέχρι τον περασμένο Μάιο. Εκτοτε, σε λιγότερο από ένα χρόνο, έχει εκτιναχθεί στο 5%, καθώς η κεντρική τράπεζα έλαβε δραστικά μέτρα για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό. Πρόκειται για αύξησηπιο επιθετική ακόμη και από την περίοδο της δεκαετίας του '80, όταν η Fed του Πολ Βόλκερ ανέβασε σημαντικά τα επιτόκια για να σταματήσει τον πληθωρισμό μετά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του '70, που ξέσπασε αμέσως μετά την εγκατάλειψη των συμφωνιών του Μπρέντον Γουντς από τον Νίξον (αποσύνδεση δολαρίου - χρυσού).

Τα γεγονότα και οι αφορμές

Πίσω από το χθεσινό επεισόδιο, το οποίο εστιάσθηκε κυρίως στην Deutsche Bank, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανάλογα προβλήματα δεν αντιμετωπίζουν και άλλες διεθνοποιημένες ευρωπαϊκές τράπεζες, βρίσκεται μια αλληλουχία γεγονότων που αποκαλύπτει τους νέους κινδύνους για τις ευρωπαϊκές τράπεζες:

  • Την Τετάρτη, η Fed ανακοίνωσε τη νέα αύξηση του επιτοκίου του δολαρίου, αυτή τη φορά κατά 0,25%, με τον Τζερόμ Πάουελ να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να σταματήσουν οι αυξήσεις, αλλά ταυτόχρονα να αποκλείει μια μείωση μέσα στο 2023. Όπως εξήγησε ο πρόεδρος της Fed, η πίεση που δέχονται οι τράπεζες από τα υψηλά επιτόκια «σφίγγει» τις χρηματοδοτήσεις και ουσιαστικά λειτουργεί σαν μια έμμεση αύξηση επιτοκίων.
  • Όπως αποκαλύφθηκε από στοιχεία που δημοσίευσε η Fed ένα 24ωρο αργότερα, την ίδια ημέρα, Τετάρτη, βρέθηκε σε εξέλιξη μια σημαντική «πυροσβεστική» παρέμβαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας στο διεθνές σύστημα. Ξαφνικά, αυξήθηκε από το μηδέν στα 60 δισ. δολ. το ποσό ρευστότητας που παρέχει η Fed σε άλλες κεντρικές τράπεζες, μέσω συμφωνιών επαναγοράς τίτλων (repos). Αυτά τα 60 δισ. δολ. είναι το ποσό ρευστότητας που χρειάσθηκαν επειγόντως κάποιες τράπεζες στο εξωτερικό επειδή έχασαν απότομα ρευστότητα σε δολάρια, προφανώς επειδή τα επιτόκια που έδιναν στους καταθέτες ήταν μικρότερα από αυτά που μπορούσαν να βρουν αλλού: σε αμερικανικές τράπεζες ή σε κάποια αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων, τα οποία επενδύουν απευθείας σε βραχυχρόνιους τίτλους του αμερικανικού Δημοσίου.
  • Αυτή η μεγάλη παροχή χρηματοδότησης από τη Fed στο εξωτερικό προκάλεσε αμέσως συναγερμό στα τμήματα ανάλυσης των τραπεζών, που έσπευσαν να εντοπίσουν τον πιθανότερο αποδέκτη της ένεσης ρευστότητας. Το βασικό σενάριο στο οποίο κατέληξαν είναι ότι τα δολάρια κατευθύνθηκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας μίας ή περισσότερων μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες είχαν σημαντικές απώλειες καταθέσεων σε δολάρια. Έτσι, βασικός «ύποπτος» έγινε η γερμανική Deutsche Bank, που έχει τις μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις σε δολάρια από τις τράπεζες της ευρωζώνης.

Απειλή για την κερδοφορία

Θεωρητικά, το επεισόδιο αυτό, όπως και άλλα ανάλογα που μπορεί να ακολουθήσουν, μπορούν να ξεπερασθούν χωρίς να υπάρξουν κρίσεις τύπου Credit Suisse στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, εκτιμούν αναλυτές. Οι μετακινήσεις δολαρίων μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας σε τράπεζες, όμως η συμφωνία των μεγάλων κεντρικών τραπεζών με τη Fed διασφαλίζει ότι οι τράπεζες έχουν ανοικτή γραμμή χρηματοδότησης για να καλύψουν ακόμη και μεγάλες ανάγκες σε δολάρια.

Ωστόσο, αυτή η αναταραχή έχει αρκετά σημαντικό κόστος για τις τράπεζες και θέτει σε δοκιμασία την κερδοφορία τους, καθώς πρόκειται για μια συνεχή υποκατάσταση φθηνότερης ρευστότητας σε δολάρια με ακριβότερο δανεισμό από τις κεντρικές τράπεζες σε δολάρια. Έτσι, οι τράπεζες που έχουν το πιο διεθνοποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο διατρέχουν και τον σοβαρότερο κίνδυνο να δουν την κερδοφορία τους να πιέζεται.

Το επόμενο "θύμα"

Οι αναλυτές πιστεύουν ότι τελικά κάποια μεγάλη τράπεζα θα λυγίσει. «Είμαστε ακόμα στα όριά μας, περιμένοντας να πέσει άλλο ένα ντόμινο και η Deutsche Bank είναι σαφώς η επόμενη στο μυαλό όλων, δίκαια ή άδικα», δήλωσε στο Reuters ο αναλυτής της IG Group, Κρις Μποσάμπ.

Η Deutsche Bank, η οποία συμφώνησε το 2017 να πληρώσει πρόστιμο 7,2 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ για «ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού» το 2006 και το 2007 που προκάλεσαν εν μέρει τη Μεγάλη Ύφεση, κατάφερε να ξεπεράσει αυτή τη διαμάχη μειώνοντας δραματικά το κόστος, μειώνοντας περίπου το 20% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού της σε μία μόνο ημέρα το 2018 και σημειώνοντας με επιτυχία κέρδη τα τελευταία 10 τρίμηνα.

Οι αγορές εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι ευάλωτη, παρά τη βελτίωση του ισολογισμού της, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι καταθέσεις σε τράπεζες μπορεί να απομακρυνθούν με αστραπιαίους ρυθμούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μικρότερες αμερικανικές τράπεζες έχασαν περίπου 1,1 τρισ. δολάρια σε καταθέσεις τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της JP Morgan. Τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες τράπεζες και σε επενδύσεις σε μετρητά. Περίπου οι μισές εκροές έγιναντις εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, σύμφωνα με την JP Morgan.