Χρηστικά

Ποιοι πέφτουν στα μαλακά για την μη έκδοση αποδείξεων


Στο απυρόβλητο μένουν γιατροί, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, φροντιστήρια και επιχειρήσεις με τζίρο έως 10.000 ευρώ οι οποίοι νομίμως απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ ακόμα και αν υποπέσουν στην παράβαση να μην κόψουν απόδειξη.

Ούτε ένα ευρώ πρόστιμο δεν μπορούν να επιβάλλουν για μη έκδοση αποδείξεων σε όποιον επιτηδευματία δεν υπάγεται σε ΦΠΑ, οι ελεγκτές του υπουργείου Οικονομικών όπως προβλέπει τροπολογία Τσακαλώτου–Αλεξιάδη η οποία κατατέθηκε χθες στη Βουλή.

Ο δρόμος της εξαίρεσης άνοιξε τον περασμένο Οκτώβριο όταν οι διατάξεις νόμου οι οποίες ψηφίστηκαν προέβλεπαν την επιβολή προστίμου στο ύψος του ήμισυ του αναλογούντος ΦΠΑ για μη έκδοση φορολογικού στοιχείου ή λήψη ανακριβούς στοιχείου «για πράξη η οποία επιβαρύνεται με ΦΠΑ». Αν η πράξη δεν επιβαρύνεται με ΦΠΑ, δεν νοείται πρόστιμο για μη έκδοση απόδειξης.

Οι διατυπώσεις επαναλαμβάνονται και στη χθεσινή τροπολογία. Ορίζεται ότι «σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα».

Η διάταξη είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την ισχύουσα η οποία άνοιξε παράθυρο στη φοροδιαφυγή με την καθιέρωση ευτελών προστίμων .

Η διάταξη αυτή βέβαια τώρα συμπληρώνεται από την καθιέρωση νέων κατώτατων ορίων προστίμων ανά φορολογικό έλεγχο.

Ορίζεται πλέον ότι το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο από 250 ευρώ σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και 500 ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.

Μάλιστα, σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης τα πρόστιμα διπλασιάζονται (τα 250 ευρώ γίνονται 500 και τα 500 ευρώ αυξάνονται αυτόματα σε 1.000 ευρώ) ενώ σε περίπτωση νέας υποτροπής, τα πρόστιμα τετραπλασιάζονται (τα 250 ευρώ γίνονται 1.000 και τα 500 ευρώ αυξάνονται σε 2.000 ευρώ κατώτερου προστίμου).