Χρηστικά

Ποιοι καταθέτες γλιτώνουν τον έλεγχο της εφορίας - Απόφαση του ΣτΕ


Οι φορολογικές αρχές δεν μπορούν να λάβουν υπόψη στοιχεία τραπεζικών καταθέσεων, τα οποία προέρχονται από ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον έχει επέλθει ο χρόνος της παραγραφής.

Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, επικυρώνει προηγούμενη απόφαση του Β’ τμήματος του ΣτΕ και διοικητικών δικαστηρίων και οριστικοποιεί πλέον τις υποθέσεις στις οποίες οι φοροελεγκτικές αρχές μπορούν να επεκτείνονται.

Ειδικότερα το ΣτΕ δέχθηκε ότι, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου στις ημεδαπές τράπεζες ευρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση του φορολογικού ελέγχου ή, τουλάχιστον, ο φορολογικός έλεγχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση αυτών. Για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συμπληρωματικά», τα οποία δεν είχε, ούτε μπορούσε να έχει δικαιολογημένα υπόψη του ο έφορος κατά τον αρχικό έλεγχο ή την αρχική φορολογική εγγραφή. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 68 παρ. 2 του Κ.Φ.Ε., προκειμένου να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου ή την παράταση της παραγραφής.

Σημειώνεται ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου η ΑΑΔΕ είχε λάβει από τις ελληνικές τράπεζες καταλόγους με χιλιάδες καταθέτες εσωτερικού, αλλά από αυτούς θα μπορέσει να αξιοποιήσει μόνο τα στοιχεία που αφορούν από το 2011 και μετά.

Δεν ισχύει το ίδιο και για τους καταθέτες εξωτερικού είτε περιέχονται στις γνωστές λίστες είστε στις νέες λίστες που παρελήφθησαν πρόσφατα, για τους οποίους ο έλεγχος, μπορεί να πάει μια δεκαετία πίσω, μέχρι και το 2006, διευκρινίζουν κύκλοι της ΑΑΔΕ.

Τι σημαίνει η απόφαση

Πρακτικά η απόφαση του ΣτΕ σημαίνει πως για μία υπόθεση που έχει παραγραφεί, δεν μπορεί η εφορία να ελέγξει έναν φορολογούμενο, ακόμη και αν εντοπίσει στους λογαριασμούς του σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα, ποσά τα οποία προέρχονται από εισοδήματα που δεν έχει εμφανίσει στις φορολογικές του δηλώσεις.

Μετά και την προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ που καθόρισε τους χρόνους στην ουσία, ο φορολογικός έλεγχος για φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορεί να πάει πιο πίσω από την πενταετία, μόνο και μόνο επειδή προέκυψαν νέα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες.

Δηλαδή, φορολογούμενος που εντοπίζεται να έχει καταθέσεις σε ελληνική τράπεζα αδήλωτου μεγάλου ποσού, το έτος 2007, αλλά δεν έχει ανοιχτή υπόθεση στην εφορία, οι αρχές δεν μπορούν να τον ελέγξουν, καθώς με βάση το ΣτΕ, όφειλαν οι εφοριακοί να αναζητήσουν τα συγκεκριμένα στοιχεία, εντός της προθεσμίας, πριν την παραγραφή.

Σημειώνεται πως με βάση και την τελευταία απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, τα έτη παραγραφής των φορολογικών υποθέσεων είναι:

1. Για τις υποθέσεις από το φορολογικό έτος 2011 και μετά, ισχύει ο κανόνας της πενταετούς παραγραφής. Δηλαδή, γενική αρχή είναι πως ο έλεγχος δεν μπορεί να πάει πίσω εκτός ένα συντρέχουν άλλες προϋποθέσεις, που περιγράφονται παρακάτω.

2. Για τις υποθέσεις από το 2008 και μετά, για να επεκταθεί ο έλεγχος πέραν της πενταετίας, θα πρέπει να έχει διαπιστωθεί φοροδιαφυγή.

3. Για τις υποθέσεις από 2006 και μετά, για να γίνει έλεγχος, θα πρέπει οι ελεγκτικές αρχές να έχουν ανακαλύψει «πρόσθετα συμπληρωματικά στοιχεία» για τον υπό έλεγχο φορολογούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στα συμπληρωματικά στοιχεία δεν εντάσσονται πλέον οι καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού. 

4. Για τις υποθέσεις από το 2001 και μετά, έλεγχος πέραν την πενταετίας, γίνεται μόνο στην περίπτωση μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Κοντολογίς, τη γλιτώνουν όσοι έχουν καταθέσεις από αδήλωτα εισοδήματα από το 2010 και πίσω, αποκλειστικά σε τράπεζες του εσωτερικού και εφόσον δεν έχουν άλλες εκκρεμότητες με την εφορία.

Οι έλεγχοι στις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και στα 65 CDs, δεν επηρεάζονται αφού πρόκειται για καταθέσεις εξωτερικού και συνεπώς τα στοιχεία των λογαριασμών αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία».