Χρηστικά

Ποιοι γλιτώνουν τον φορολογικό έλεγχο ακόμα και για υποθέσεις φοροδιαφυγής


Ως ασπίδα προστασίας των φοροφυγάδων λειτουργούν φαινομενικά οι διαδοχικές αποφάσεις των δικαστηρίων, με τις οποίες περιορίζεται αυστηρά στην 5ετία η παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, όπως και τα αδικήματα της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, δεν φταίνε τα δικαστήρια. Οι ευθύνες είναι διαχρονικές και ανήκουν αποκλειστικά στο υπουργείο Οικονομικών - σε πολιτικές ηγεσίες και υπηρεσιακούς παράγοντες που βρέθηκαν  επικεφαλής του από το 2006.

Με την τελευταία γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οδηγείται σε οριστική παραγραφή το δικαίωμα του Δημοσίου να διενεργήσει φορολογικούς ελέγχους σε υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών πριν το 2012. Δεν είναι θέμα δικαστηρίων αλλά νομοθεσίας, την τήρηση της οποία επέβαλε το ΣτΕ.

Η νομοθεσία ορίζει ότι η παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων είναι πενταετής. Ομως, από το 2006 οι εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Οικονομικών παρέτειναν αυθαίρετα την προθεσμία της παραγραφής σε έξι, επτά, οκτώ κλπ έτη.  Το ΥΠΟΙΚ κατέφευγε σε συνεχείς παρατάσεις επειδή δεν προλάβαιναν οι υπηρεσίες του να ελέγξουν το σύνολο των εκκρεμών υποθέσεων.

Η πρακτική αυτή κρίθηκε πέρυσι αντισυνταγματική από το ΣτΕ, με την υπ' αριθμόν 1738/2017 απόφαση. Ακολούθησε σχετική γνωμοδότηση του ΝΣΚ για την αντισυνταγματικότητα των παρατάσεων παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος των φορολογικών αρχών.

Η Α.Α.Δ.Ε. είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει αυτή την απόφαση, αποδεχόμενη τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ

«Μπλοκάρεται» ετσι  η δυνατότητα των φορολογικών υπηρεσιών να ελέγξουν μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής που αφορούν στα έτη μέχρι το 2011, κάνοντας χρήση της υφιστάμενης διάταξης του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών περί 20ετούς περιόδου παραγραφής σε περιπτώσεις διαπίστωσης φοροδιαφυγής.

Με την γνωμοδότηση αυτή ορίζεται, ουσιαστικά, ότι η 20ετής περίοδος παραγραφής δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρήσεις προ του 2012, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο για τις χρήσεις από το 2012 και μετά. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία από τον έλεγχο της χρήσης του 2012 διαπιστωθεί φοροδιαφυγή, η προθεσμία που έχει το Δημόσιο να κοινοποιήσει πράξη οριστικού προσδιορισμού του φόρου παρατείνεται από 5ετία σε 20ετία. Για χρήσεις προ του 2012, δεν υπάρχει όμως τέτοια δυνατότητα για το Δημόσιο.

Με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, εάν σε κάποια φορολογική υπόθεση εντοπιζόταν περίπτωση φοροδιαφυγής, ο έλεγχος μπορούσε να πάει μέχρι και 20 χρόνια πίσω. Αρχικά, φάνηκε πως η απόφαση 1738/2017 του ΣτΕ, που όριζε πως ο έλεγχος δεν μπορεί να πάει πίσω από την 5ετία, δεδομένου ότι ισχύει η πενταετής παραγραφή, η γνωμοδότηση του ΝΣΚ, ταράζει τα νερά. Δυσκολεύει έτσι το έργο των υπηρεσιών του ΥΠΟΙΚ να ελέγξουν υποθέσεις, που μπορεί να έχουν αυξημένο φορολογικό ενδιαφέρον, εντούτοις μένουν στο απυρόβλητο, εάν το αδίκημα της φοροδιαφυγής σημειώθηκε πρό του 2012.

Πρέπει να διευκρινιστεί όμως, ότι η παραγραφή των φορολογικών αδικημάτων, δεν ισχύει, για τις υποθέσεις που είναι ανοικτές μετά το 2012. Οι συγκεκριμένες υποθέσεις, επειδή δεν έχουν παραγραφεί, εφόσον διαπιστωθεί φοροδιαφυγή σε αυτές τις χρήσεις, τότε η παραγραφή τους επεκτείνεται στην 20ετία και το δημόσιο μπορεί να βεβαιώσει πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις, για υποθέσεις ακόμη και του 1996.

Άλλη απόφαση που βγήκε πρόσφατα ορίζει, πως τα στοιχεία που προέρχονται από καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικά στοιχεία», επειδή ήταν στη διάθεση των φορολογικών αρχών, οι οποίες δεν τα αναζήτησαν εντός της πενταετίας που έληγε η περίοδος παραγραφής.

Γλιτώνουν όσοι είναι στις λίστες;

Ερωτηματικό αποτελεί ωστόσο, τι θα συμβεί με τους εμπλεκόμενους στις λίστες τραπεζών εξωτερικού, όπως της λίστας Λαγκάρντ, Μπόργιανς, ή σε διάφορα CD και USB. Τα συγκεκριμένα ντοκουμέντα αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», εφόσον προέρχονται από το εξωτερικό και άρα μπορούν να ελεγχθούν οι υποθέσεις έως και το 2006. Ωστόσο, μετά την νέα απόφαση του ΝΣΚ, ίσως ανοίγει «παράθυρο» για την εξαίρεσή τους από τον έλεγχο, κάτι που θα διευκρινιστεί στις επόμενες μέρες.

Επίσης, σημαντικό είναι πως εάν οι ελεγκτικές υπηρεσίες έχουν ενδείξεις ή υπόνοιες  νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αποστέλλουν αναφορά απευθείας και χωρίς καθυστέρηση στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας.