Βαρύ «πονοκέφαλο» προκαλούν στις τραπεζικές διοικήσεις τα δάνεια που μπήκαν σε αναστολή λόγω της πανδημίας, ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ, καθώς γενικεύεται η αντίληψη ότι μεγάλο μέρος τους δεν θα επανέλθουν σε κανονική εξυπηρέτηση μετά τη λήξη του μορατόριουμ και ήδη εξετάζονται από τις τράπεζες σενάρια νέων ευνοϊκών ρυθμίσεων μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής, ώστε να μη χρειασθεί να κινηθούν μαζικά τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης κατά των επιχειρήσεων.
Στις τάξεις των συστημικών τραπεζών, προς το παρόν δεν υπάρχει κοινή «γραμμή» για το θέμα, καθώς:
- Η διοίκηση της Εθνικής φαίνεται πιο «προχωρημένη» στις θέσεις της υπέρ της διευκόλυνσης των δανειοληπτών, με τον Παύλο Μυλωνά να σκιαγραφεί στο συνέδριο του Economist μια γενική ρύθμιση επαναφοράς των δανείων μετά την αναστολή με «κουρεμένη» δόση, ενδεχομένως ακόμη και κατά 50%. Από την τοποθέτηση Μυλώνα προκύπτει ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενιαία γραμμή των τραπεζών, όπως με ομοιόμορφο τρόπο έγιναν και οι αναστολές των δανείων, ως το τέλος του έτους για τις περισσότερες, ή ως το τέλος του 2021 για τις επιχειρήσεις του τουριστικού τομέα.
- Όμως, με αυτή την ιδέα δεν συμφωνούν, σύμφωνα με πληροφορίες, όλες οι τραπεζικές διοικήσεις, καθώς επικρατεί προβληματισμός για το ενδεχόμενο να χαλαρώσει και πάλι η κουλτούρα πληρωμών, εάν υιοθετηθεί μια τέτοια γενική πολιτική «κουρέματος» των δόσεων, που θα ωφελήσει και επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν την κανονική δόση μετά την αναστολή. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, σκόπιμο θα ήταν να εξετάζονται κατά περίπτωση από τις τράπεζες οι ρυθμίσεις για όσους τις χρειάζονται, χωρίς να υιοθετηθεί ένας γενικός κανόνας «κουρέματος» δόσης για όλους.
Οι τραπεζίτες κινούνται, πάντως, σε «θολό» τοπίο, που δεν επιτρέπει σοβαρές προβλέψεις για το ποσό των δανείων που μπήκαν σε αναστολή και τελικά θα γίνουν «κόκκινα». Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε αισιοδοξία ότι το ποσό των νέων «κόκκινων» δανείων δεν θα είναι μεγάλο, αλλά πλέον προβάλει απειλητικό το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η συνεχής αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων, που αφήνει ανοικτό στον ορίζοντα το ενδεχόμενο ενός δεύτερου lockdown, με καταστροφικές επιπτώσεις σε πολλές επιχειρήσεις, που ήδη αντιμετωπίζουν συνθήκες ασφυξίας.
Σύμφωνα με ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, χωρίς να υπολογίζεται ενδεχόμενου νέου lockdown, οι ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων φθάνουν το 15% του τζίρου, αλλά σε ορισμένους κλάδους, όπως η εστίαση, είναι πολύ υψηλότερες. Στην εστίαση οι ανάγκες ρευστότητας φθάνουν το 55% του τζίρου και μάλιστα, σύμφωνα με την Εθνική, σε πολύ μεγάλο βαθμό μένουν ακάλυπτες από τα κρατικά μέτρα στήριξης και τις διευκολύνσεις από τις τράπεζες, κάτι που σημαίνει ότι ο τομέας αντιμετωπίζει το φάσμα μαζικών λουκέτων. Σοβαρό πρόβλημα κάλυψης της ρευστότητας έχει και το λιανεμπόριο. Με αυτά τα δεδομένα, ο κίνδυνος να βρεθούν πολλές επιχειρήσεις σε δεινή θέση όταν λήξει το μορατόριουμ είναι πολύ υψηλός, κάτι που ίσως εξηγεί και την παρέμβαση Μυλωνά με πρόταση για μια γενική παροχή διευκολύνσεων.
Πάντως, οι πλέον απαισιόδοξοι της αγοράς επιμένουν ότι, με την εξέλιξη που έχει η πανδημία και το δεύτερο κύμα της, είναι πολύ πιθανό το σενάριο να μη λήξει καν η περίοδος αναστολής πληρωμών στο τέλος του έτους, αλλά να οδηγηθούμε σε μια παράτασή της αναστολής, εάν τα περιοριστικά μέτρα φέρουν και πάλι την οικονομία μπροστά σε ένα βαρύ πλήγμα. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί στενά το θέμα των αναστολών που έχουν δοθεί σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης και εκτιμάται ότι θα παρέμβει με μια νέα χαλάρωση των εποπτικών κανόνων, εάν γενικευθούν στην ευρωζώνη τα πολύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα για την πανδημία.