Πολιτική

Πλεόνασμα-μαμούθ: στο 3,3% το 2016!


Το δημοσιονομικό στόχο του 2018 κάλυψε από το 2016 η Ελλάδα! Σύμφωνα με πληροφορίες, την Παρασκευή αναμένεται να ανακοινωθεί από την ΕΛΣΤΑΤ -και να επιβεβαιωθεί από την Eurostat στις 24 Απριλίου- ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έφθασε το 3,3% του ΑΕΠ, δηλαδή θα ήταν ελαφρώς υψηλότερο και από το στόχο του 3,5%, εάν δεν είχαν γίνει οι έκτακτες παροχές του Δεκεμβρίου.

Οι ανακοινώσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα συμπίπτουν με τις κρίσιμες, παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για το ελληνικό χρέος, που θα γίνουν το τριήμερο 21-23 Απριλίου, στην Ουάσιγκτον, στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Η ολιγομελής ελληνική αποστολή στην Ουάσιγκτον, υπό τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, θα έχει επαφές με τους εκπροσώπους των δανειστών, αλλά δεν θα μετάσχει στις συνομιλίες που θα έχουν οι παράγοντες της ευρωζώνης με το ΔΝΤ, όπου το ζητούμενο θα είναι να καλυφθεί η μεταξύ τους χαοτική απόσταση, σε ό,τι αφορά τις εκτιμήσεις για το χρέος.

Η θέση της ελληνικής πλευράς, που υποστηρίζεται πλέον από τα στοιχεία για την εντυπωσιακή οικονομική επίδοση του 2016, είναι ότι δεν πρόκειται για ένα πρόσκαιρο επίτευγμα, αλλά για μια βελτίωση που σε μεγάλο βαθμό θα έχει μόνιμο χαρακτήρα και θα επιτρέψει να επιτευχθεί εκ του ασφαλούς, χωρίς νέα μέτρα, ο στόχος για το πλεόνασμα του 2018.

Επιπλέον, η Αθήνα δικαιούται πλέον να ισχυρίζεται ότι έχει κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διατηρήσει υψηλά πλεονάσματα και μετά τη λήξη του εφαρμοζόμενου προγράμματος, αφού αποδέχθηκε το «πακέτο» μέτρων με στόχο εξοικονόμησης 2% του ΑΕΠ για τη διετία 2019-2020, ακριβώς με τη «δοσολογία» που είχε προτείνει το Ταμείο.

Έτσι, η κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει ότι σε αυτό το σημείο σταματά πλέον η πίεση προς την Ελλάδα για όλο και περισσότερα μέτρα, προκειμένου να μειωθεί το βάρος που θα αναλάβουν οι Ευρωπαίοι δανειστές με την αποδοχή μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Και ότι η πίεση του ΔΝΤ μεταφέρεται πλέον στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ώστε να υπάρξει μια αξιόπιστη συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους στα τέλη του 2018.

Το ΔΝΤ δεν πείθεται...

Όμως, το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πλέον τη θέση του «καλού μαθητή», σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές επιδόσεις, δεν φαίνεται ότι είναι αρκετό για να καλυφθούν οι διαφορές μεταξύ ΔΝΤ και κυβερνήσεων της ευρωζώνης, καθώς το Ταμείο επιμένει σε ορισμένες βασικές «μαύρες» προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία, που το οδηγούν να πιέζει τους Ευρωπαίους για μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, τα οποία ξεπερνούν τα όρια ανοχής του Βερολίνου, ιδιαίτερα εν μέσω προεκλογικής περιόδου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Ταμείο, αν και αναγνωρίζει πλέον το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του 2016, εξακολουθεί να εμμένει στην άποψη ότι πρόκειται για μια εξέλιξη με προσωρινό χαρακτήρα, προβλέποντας ότι μόνο οριακά θα καλυφθεί ο στόχος για το πλεόνασμα του 2017 (1,75%), ενώ το 2018 θα υπάρξει σοβαρή υστέρηση από το στόχο, της τάξεως του 1,5%.

Προς το παρόν, για να διευκολυνθούν οι συζητήσεις, το Ταμείο δέχθηκε τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις ελληνικής κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών για το 2018, και έκανε πίσω στην απαίτησή του να ενεργοποιηθούν τα πρόσθετα μέτρα από το 2018.

Όμως, η εκτίμησή του για την αδυναμία της Ελλάδας να φθάσει στο 3,5% το 2018 δεν έχει αναιρεθεί και εξακολουθεί να ζητεί διαβεβαιώσεις και δεσμεύσεις ότι, εάν αυτό απαιτηθεί, τα πρόσθετα μέτρα για εξοικονόμηση 2% του ΑΕΠ θα ενεργοποιηθούν ακόμη και από το 2018.

Επιπλέον, το Ταμείο επιμένει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί σε βάθος χρόνου να επιτύχει πλεονάσματα πάνω από το 1,5%, αν και αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί για σχετικά σύντομη περίοδο, χάρη στα πρόσθετα μέτρα για τις συντάξεις και για το αφορολόγητο. «Υπάρχουν όρια σε αυτά που μπορεί να ζητούνται από την Ελλάδα», τόνισε χαρακτηριστικά χθες ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, Μορίς Όμπστφελντ.

Αυτή η βασική εκτίμηση, που «σκοτεινιάζει» τον ορίζοντα της βιωσιμότητας του χρέους και αυξάνει τις απαιτήσεις για ελάφρυνση από τους Ευρωπαίους δανειστές, προστίθεται σε μια άλλη «μαύρη» πρόβλεψη του Ταμείου, που αφορά το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης.

Αυτός, σύμφωνα με το ΔΝΤ, προσδιορίζεται σε ποσοστό μόλις 1% από το 2022 και μετά, καθώς εκτιμάται ότι η καταστροφή που έχει υποστεί η παραγωγική βάση τα τελευταία χρόνια (αποεπένδυση τεράστιας κλίμακας), η μεγάλη απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου (φυγή στο εξωτερικό), αλλά και η δυσκολία στην προώθηση μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να συμβαδίσει με τους αναπτυξιακούς ρυθμούς των οικονομιών της ευρωζώνης.

Εν ολίγοις, το Ταμείο έχει «οχυρωθεί» πίσω από τις απαισιόδοξες προβλέψεις του για τη δημοσιονομική και οικονομική πορεία της Ελλάδας και αναμένεται να πιέσει τους Ευρωπαίους για ελαφρύνσεις χρέους που φθάνουν, αν δεν ξεπερνούν, τα όρια πολιτικής ανοχής των κυβερνήσεων. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις στην Ουάσιγκτον δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση...