Τράπεζες

Περνούν το stress test οι τράπεζες αλλά μένουν σε στενή επιτήρηση


Με σχετική ευκολία θα περάσουν οι ελληνικές τράπεζες πάνω από τον «πήχη» των ευρωπαϊκών stress test, όπως άλλωστε  αναμενόταν από την αρχή του έτους, όταν ανακοινώθηκαν οι βασικές παράμετροι της εποπτικής άσκησης, η οποία είχε αναβληθεί το 2020, λόγω της πανδημίας. Όμως, θα παραμείνουν υπό στενή επιτήρηση του Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, ο οποίος έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα διστάζει να επιβάλλει την άντληση πρόσθετων κεφαλαίων όταν αυτό θα είναι απαραίτητο, όπως έπραξε και στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς.

Παρότι έκλεισαν τη χρήση του 2020, με βάση τα μεγέθη της οποίας έγινε και η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, με μειωμένα κεφάλαια, ενώ δεν υπολογίζονται στο τεστ και οι αυξήσεις που ολοκληρώθηκαν μετά τις 31/12/2020, η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών θα τους επιτρέψει να περάσουν και το δυσμενές σενάριο του ελέγχου χωρίς να εμφανίσουν έλλειμμα κεφαλαίων.

Με κριτήριο τα πρωτοβάθμια κεφάλαια (Tier 1), η Alpha Bank αναμένεται να καταταγεί πρώτη στο stress test, ακολουθούμενη από τη Eurobank, την Εθνική και την Τράπεζα Πειραιώς. Στην αξιολόγηση με βάση την πλήρη εφαρμογή των εποπτικών κανόνων της Βασιλείας, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβατικές ρυθμίσεις (fully loaded), στην καλύτερη θέση βρίσκεται η Eurobank και ακολουθούν Εθνική, Alpha και Πειραιώς. Οι δύο τελευταίες βελτίωσαν σημαντικά τη θέση τους με τις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου, που όμως δεν λαμβάνονται υπόψη στον έλεγχο.

Οι ελληνικές τράπεζες ήταν εξαρχής, από τον Ιανουάριο που ανακοινώθηκαν οι βασικές παραδοχές για το test, βέβαιο ότι θα περνούσαν με αρκετή ευκολία την άσκηση, καθώς οι επόπτες υιοθέτησαν ένα δυσμενές σενάριο με αρκετά ήπιες παραδοχές για την ελληνική οικονομία, ενώ κράτησαν χαμηλά και το ελάχιστο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Ειδικότερα, στο δυσμενές σενάριο προβλέφθηκε σωρευτική ύφεση 3,6% για την τριετία 2021 - 2023 στην Ελλάδα, ακριβώς όσο ήταν και η πρόβλεψη του δυσμενούς σεναρίου για την ευρωζώνη, παρότι η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη ύφεση το 2020 και θα μπορούσε, λόγω της έκθεσης στον τουρισμό, να εκτιμηθεί ότι θα είχε χειρότερες επιδόσεις από το μέσο όρο της ευρωζώνης στο δυσμενές σενάριο.

Επιπλέον, η ελάχιστη απαίτηση για την κεφαλαιακή επάρκεια μειώθηκε από τον SSM από το 10,6% στο 9,6%, επειδή μειώνεται περίπου κατά 1% η εποπτική απαίτηση για τα κεφάλαια του δεύτερου πυλώνα (Pilar 2), με αποτέλεσμα οι ελληνικές συστημικές τράπεζες να διαθετούν αρκετό περιθώριο ασφάλειας.

Όμως, η ευκολία με την οποία θα περάσουν οι τράπεζες αυτόν τον έλεγχο δεν σημαίνει ότι θα πάψουν να βρίσκονται σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης από τους επόπτες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, που δεν αποκλείεται να οδηγήσουν και πάλι στην ανάγκη ενίσχυσης των κεφαλαίων.

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν στους ισολογισμούς τους κεφάλαια χαμηλής ποιότητας, λόγω της μεγάλης συμμετοχής των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, θα υποστούν ζημιές από τις τιτλοποιήσεις δανείων για την εξυγίανση των ισολογισμών τους, έχουν ασθενή κερδοφορία και είναι πιθανό να υποστούν νέες ζημιές όσο αποσύρονται τα μέτρα στήριξης της οικονομίας από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητας, η πανδημία επανέφερε τις τράπεζες σε ζημιογόνα αποτελέσματα. Ειδικότερα,

  • Το 2020 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημίες μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2.057 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 203 εκατ. ευρώ το 2019.
  • Η τάση αποκλιμάκωσης του κόστους πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk) αντιστράφηκε το 2020, καθώς σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 5,6 δισεκ. ευρώ, έναντι 2,7 δισεκ. ευρώ το 2019.
  • Η κεφαλαιακή επάρκεια υποχώρησε έναντι του 2019, παραμένοντας όμως σε ικανοποιητικό επίπεδο. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14.9% το Δεκέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ra-tio – TCR) σε 16,6%, από 17,3% αντίστοιχα.
  • Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στη ζώνη του ευρώ (CET1 ratio 15,6% και TCR 19,5% αντίστοι-χα το Δεκέμβριο του 2020).
  • Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 12,5% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 14,2%.
  • Σημαντική παράμετρο αποτελεί η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Το Δεκέμβριο του 2020 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 15,1 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 53% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.
  • Θετική εξέλιξη αποτελεί η ολοκλήρωση συναλλαγών κεφαλαιακής ενίσχυσης.
  • Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τις παρακάτω προκλήσεις: α) την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, β) το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και γ) την ανάγκη αποκατάστασης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της αυξημένης χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.