Αγορές

Περιορισμούς στις πωλήσεις ρωσικών ομολόγων στο Citi εξετάζει το Κρεμλίνο


   

Η Μόσχα «μελετάει προσεκτικά και παρακολουθεί στενά» το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, σύμφωνα με το οποίο η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι εξετάζει το ενδεχόμενο να περιορίσει τον ρόλο του Λονδίνου στην πώληση ρωσικών ομολόγων σε ξένους επενδυτές

Η βρετανική κυβέρνηση προβαίνει σε απρόβλεπτες πρωτοβουλίες σε σχέση με την Ρωσία και μια ενδεχόμενη απαγόρευση σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των ρωσικών ευρωομολόγων θα πλήξει την φήμη του Λονδίνου, δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος τύπου του ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ, με αφορμή το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας.

«Αναμφίβολα αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο αφορά την εικόνα των χωρών που θεωρούνται αξιόπιστοι οικονομικοί εταίροι» είπε ο Πεσκόφ αναφερόμενος στις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία και συνέχισε λέγοντας ότι «φυσικά, τέτοιες αποφάσεις δεν μπορεί να μη ζημιώσουν την εικόνα αυτών των χωρών στον τομέα των σχέσεων τους με άλλους επενδυτές». «Γι αυτόν τον λόγο -είπε- μελετάμε προσεκτικά και παρακολουθούμε αυτές τις αναφορές».

«Επειδή, αυτή τη στιγμή η Μεγάλη Βρετανία έχει γίνει μια αρκετά απρόβλεπτη χώρα σε σχέση με την Ρωσική Ομοσπονδία μας είναι δύσκολο να πούμε ποια ακόμη σενάρια μπορούν να υπάρξουν και τι μπορεί να αποτελέσει γι αυτά λόγο και τι πρόφαση», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian, η βρετανίδα πρωθυπουργός συμφώνησε να εξετάσει το ενδεχόμενο να απαγορεύσει την εξυπηρέτηση των ρωσικών ομολόγων την οποία έχουν αναλάβει οι εταιρείες Euroclear and Clearstream. Το μέτρο αυτό, εφόσον ληφθεί, θα εμποδίσει την μεταπώληση ομολόγων στην δευτερογενή αγορά και θα διώξει τους ευρωπαίους και αμερικανούς επενδυτές.

Η βρετανική εφημερίδα γράφει επίσης μεταξύ άλλων ότι η πρόταση αυτή κέρδισε έδαφος, αφότου διαπιστώθηκε ότι το Citi του Λονδίνου βοήθησε τον προηγούμενο μήνα μια ρωσική τράπεζα που βρίσκεται στο κατάλογο των τραπεζών στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις, στην έκδοση ρωσικών ομολόγων αξίας 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 50% των οποίων αγόρασαν λονδρέζοι επενδυτές.

Πηγές: TASS, Reuters