Αγορές

Περιμένουν... πάρτι στην αγορά ομολόγων με 40πλάσιο τζίρο!


«Εκρηκτική» αύξηση συναλλαγών στην εγχώρια αγορά ομολόγων με μεγάλου ύψους εισροές κεφαλαίων από ξένα επενδυτικά χαρτοφυλάκια συντηρητικού προσανατολισμού περιμένουν τα στελέχη της τραπεζικής αγοράς, αμέσως μόλις ένας από τους τέσσερις μεγάλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ (S&P, Moody's, Fitch, DBRS) επαναφέρει την αξιολόγηση του ελληνικού χρέους στην επενδυτική βαθμίδα.

Όπως σημειώνουν πηγές της τραπεζικής αγοράς, για την αγορά των ομολόγων η μικρή διαφορά που χωρίζει σήμερα την Ελλάδα από την επενδυτική βαθμίδα, μόλις ένα σκαλοπάτι με βάση τις αξιολογήσεις της S&P και της DBRS, είναι η διαφορά της... μέρας από τη νύχτα για την ΗΔΑΤ, την ηλεκτρονική δευτερογενή αγορά τίτλων, όπου γίνεται καθημερινά η διαπραγμάτευση των κρατικών ομολόγων.

Τα ίδια στελέχη τονίζουν ότι αυτή η διαφορά φαίνεται καθαρά στην αξία των συναλλαγών: Τον Ιανουάριο του 2007, όταν ακόμη η Ελλάδα διατηρούσε την επενδυτική βαθμίδα και δεν υπήρχαν ακόμη στον ορίζοντα τα σύννεφα της μεγάλης κρίσης που ακολούθησε, στην ΗΔΑΤ είχαν γίνει συναλλαγές 64,31 δισ. ευρώ. Τον Ιανουάριο του 2023, η αξία των συναλλαγών ήταν μόλις 1,58 δισ. ευρώ, δηλαδή το 2007 ο τζίρος ήταν 40πλάσιος!

«Στην πραγματικότητα, η αγορά ομολόγων είναι σήμερα σκιά του εαυτού της, λειτουργεί σε κατάσταση ζόμπι. Αν επανέλθει η επενδυτική βαθμίδα θα δούμε αύξηση των συναλλαγών κατά 30, 40 ή 50 φορές», υπογραμμίζουν τραπεζικές πηγές.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, αναφέρθηκε ακριβώς σε αυτή τη μεγάλη, αναμενόμενη εισροή κεφαλαίων (μιλώντας στην ΕΡΤ). Εκτίμησε ότι η επενδυτική βαθμίδα θα αποδοθεί στην Ελλάδα από τους οίκους αμέσως μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης και τόνισε ότι «αυτό που δεν έχει προεξοφληθεί ακόμη είναι η μεγάλη εισροή κεφαλαίων που θα έρθουν, ακριβώς από το γεγονός ότι πολλά επενδυτικά ταμεία έχουν ως περιορισμό στο καταστατικό τους να μην επενδύουν σε χώρες που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα. Θα αρθεί αυτός ο περιορισμός, άρα λοιπόν θα έχουμε ροή κεφαλαίων και από τα επενδυτικά αυτά ταμεία».

Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Έκθεση του Διοικητή για το 2022 τονίζει ότι αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια που επιτρέπεται να επενδύουν μόνο σε ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας έχουν υπό τη διαχείρισή τους περίπου 28 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Όπως αναφέρει η ΤτΕ, οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις που αφορούν κράτη διαμορφώνονται με βάση τις πληροφορίες για το αξιόχρεο των υπό αξιολόγηση εκδοτών, όπως αυτές προκύπτουν από το συνδυασμό των θεμελιωδών μεγεθών των οικονομιών και των προοπτικών τους. Έτσι, οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις αποτελούν σημαντικό εργαλείο στην απόφαση περί διάρθρωσης των επενδυτικών χαρτοφυλακίων.

Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η χρήση τους ως εργαλείου λήψης επενδυτικών αποφάσεων έχει αυξηθεί σημαντικά, σε συνάφεια με τη μεγάλη αύξηση της έκδοσης χρεογράφων από κράτη και επιχειρήσεις, ενώ κατά κανόνα τα επενδυτικά κεφάλαια δεσμεύονται απέναντι στους μεριδιούχους τους ότι τα χαρτοφυλάκια θα διαρθρώνονται σε πολύ υψηλό ποσοστό, που φθάνει έως το 90%, από ομόλογα που φέρουν πιστοληπτική διαβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία (Investment Grade ‒ IG).

Το β΄ τρίμηνο του 2022 τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια που επενδύουν σε ομόλογα διαχειρίζονταν περί τα 28 τρισεκ. δολάρια ΗΠΑ σε στοιχεία ενεργητικού. Πρόκειται για κεφάλαια ομολογιακά (bond funds), μικτά (mixed funds) και διαθεσίμων ή χρηματαγοράς (money market funds). Από το σύνολο των 28 τρισεκ. δολαρίων, περίπου 14 τρισεκ. δολάρια είναι υπό διαχείριση από αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια και 9 τρισεκ. δολάρια από ευρωπαϊκά.

Συνεπώς, είναι προφανές ότι, εφόσον ένας εκδότης ομολόγων, όπως το Ελληνικό Δημόσιο (ΕΔ), αξιολογηθεί στην επενδυτική κατηγορία, δίνεται η δυνατότητα σε μια τεράστια δεξαμενή κεφαλαίων να επενδύσουν στα ομόλογά του. Επίσης, γίνεται αντιληπτό ότι η διεύρυνση της επενδυτικής βάσης που θα επέφερε μία αναβάθμιση του ΕΔ στην επενδυτική κατηγορία θα αποτελούσε σημαντικό αντίβαρο στις αυξητικές πιέσεις που ασκεί στις αποδόσεις των ομολόγων η αυστηροποίηση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς, ενώ θα είχε και σημαντικές δευτερογενείς θετικές επιδράσεις στην αξιολόγηση επιχειρήσεων και τραπεζών της ελληνικής οικονομίας, με επακόλουθο την προσέλκυση νέων κεφαλαίων και τη μείωση του κόστους δανεισμού τους.