Οικονομία

Περίεργη εκχώρηση μεγάλου μεταλλευτικού κοιτάσματος σε εταιρεία – σφραγίδα


Μια μικρή και ζημιόγονος βρετανική εταιρεία, που κατήλθε σε διαγωνισμό του υπουργείου Περιβάλλοντος με μια ελληνική εταιρεία – σφραγίδα με κεφάλαιο 1.000 ευρώ, θα αναλάβει την εκμετάλλευση για 30 χρόνια του μεγάλου κοιτάσματος ψευδαργύρου στους Μολάους Λακωνίας.

Η εταιρεία Ελληνικά Ορυκτά, μια μονοπρόσωπη ΙΚΕ με κεφάλαιο 1.000 ευρώ, που έχει συσταθεί από τον Γεώργιο Σκευά με αποκλειστικό σκοπό να διεκδικήσει την παραχώρηση των δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης για το κοίτασμα των Μολάων Λακωνίας, ήταν η μοναδική που κατέθεσε πριν τα Χριστούγεννα δεσμευτική προσφορά, έχοντας υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με την εδρεύουσα στο Λονδίνο, Rockfire Resources, η οποία έχει ερευνητικές δραστηριότητες στην Αυστραλία.

Τον διαγωνισμό για το κοίτασμα προκάλεσαν οι δύο ενδιαφερόμενες εταιρείες, αξιοποιώντας σχετική διάταξη του νόμου και τελικά ήταν οι μόνες που κατέθεσαν δεσμευτική προσφορά. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να κλείσει και το τελευταίο στάδιο του διαγωνισμού, με την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης.

Όπως έχουν συμφωνήσει οι δύο πλευρές, μετά την οριστικοποίηση της σύμβασης, η Rockfire θα εξαγοράσει κατά 100% τη μονοπρόσωπη ΙΚΕ του κ. Σκευά, υπέρ του οποίου θα εκδοθούν 50 εκατ. μετοχές της Rockfire, που διαπραγματεύονται από το 2012 στην παράλληλη αγορά του Λονδίνου, AIM.

Το ερώτημα που διατυπώνεται στους κύκλους του μεταλλευτικού κλάδου είναι αν η Rockfire έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στις μεταλλευτικές έρευνες και να δημιουργήσει παραγωγική δραστηριότητα μετάλλων, καθώς η μέχρι τώρα πορεία της σκιαγραφεί μια εταιρεία που εμπλέκεται σε έρευνες σε πολύ πλούσιες σε κοιτάσματα περιοχές της Αυστραλίας επί σειρά ετών, χωρίς να έχει παρουσιάσει αποτελέσματα για τους μετόχους της.

Σημειωτέον, ότι ο έλεγχος χρηματοοικονομικής ικανότητας της Rockfire, που έγινε στο πλαίσιο του διαγωνισμού, ήταν υποτυπώδης, καθώς η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε να έχει ένας διεκδικητής καθαρή θέση την προηγούμενη τριετία τουλάχιστον 2 εκατ. ευρώ, ποσό πολύ μικρό, που εύκολα ξεπέρασε ακόμη και μια εταιρεία με τα μικρά μεγέθη της Rockfire. Πιο «σκληρά» κριτήρια για να αποδειχθεί η οικονομική επάρκεια των ενδιαφερόμενων, όπως θα ήταν η υποχρέωση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής, δεν εφαρμόσθηκαν στον διαγωνισμό.

Οικονομικά και χρηματιστηριακά στοιχεία για τη Rockfire δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για τις δυνατότητες της εταιρείας να προχωρήσει στις απαιτούμενες επενδύσεις για έρευνα και εκμετάλλευση στο κοίτασμα των Μολάων, που θα πρέπει να ανέλθουν, σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών που γνωρίζουν το θέμα, σε τουλάχιστον 10 – 15 εκατ. ευρώ.

Ειδικότερα, η εταιρεία δεν έχει να επιδείξει το παραμικρό αποτέλεσμα από τις έρευνες της σε πολύ πλούσιες περιοχές της Αυστραλίας. Έχει αναλάβει τα ερευνητικά projects Lighthouse, Copper Dome και Copperhead στο Κουίνσλαντ, μια περιοχή με πλούσιο υπέδαφος σε χρυσό, με μερίδιο 6% στην παραγωγή χρυσού της Αυστραλίας, αλλά δεν έχει παρουσιάσει ως τώρα την ανακάλυψη κάποιου εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος, ενώ έχει «κάψει» πολλά εκατομμύρια στις ερευνητικές της δραστηριότητες.

Σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία που δημοσίευσε η Rockfire για το α’ 6μηνο του 2021, είχε συσσωρευμένες ζημιές που ξεπερνούσαν τα 22 εκατ. λίρες, ενώ η καθαρή θέση της ήταν μόλις 4,4 εκατ. λίρες και το ενεργητικό της δεν ξεπερνούσε τα 4,5 εκατ. λίρες. Οι ζημιές της, προ φόρων, είχαν εκτιναχθεί από 274 χιλιάδες λίρες στις 426.000, δηλαδή κατά 55%, ενώ το 2020 είχε γράψει ζημιές 720.000 λιρών.

Η αδυναμία της εταιρείας να παρουσιάσει οποιοδήποτε αποτέλεσμα από τις έρευνές της, παρότι έχει αντλήσει από τους μετόχους περισσότερα από 17 εκατ. λίρες μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, έχει οδηγήσει σε απογοητευτική πορεία της μετοχής της, η οποία έχει «εξαϋλωθεί» από το 2012 που άρχισε να διαπραγματεύεται στο AIM και μόνο το τελευταίο δωδεκάμηνο «γράφει» απώλειες πάνω από 50%.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτή η εταιρεία θα καταφέρει να αξιοποιήσει παραγωγικά το κοίτασμα στους Μολάους, το οποίο αποκτά σήμερα μεγάλο ενδιαφέρον, μετά το ράλι της διεθνούς τιμής του ψευδαργύρου, που σήμερα ξεπερνά τα 3.600 δολ./τόνο, ενώ προ δεκαετίας, όταν το κοίτασμα είχε κριθεί ότι δεν είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμο, βρισκόταν περίπου στα 2.100 δολ.

Το ράλι της τιμής του ψευδαργύρου

 

Με βάση τη μελέτη σκοπιμότητας η οποία συντάχθηκε από την ΜΕΤΒΑ το 1991, η οποία είχε εκμεταλλευθεί στο παρελθόν το κοίτασμα, είχε διαπιστωθεί οριακή περιεκτικότητα ψευδαργύρου (Zn) 4%, ενώ η μέση περιεκτικότητα των απολήψιμων αποθεμάτων ήταν 6,5% Zn, 1,0% Pb και το συνολικό βέβαιο απολήψιμο απόθεμα ανερχόταν σε 2.655.000 τόνους.

Για την εταιρεία που θα αναλάβει το κοίτασμα, η δουλειά, πάντως, θα μπορούσε να είναι σχετικά εύκολη, χάρη στην προεργασία που είχε γίνει στο παρελθόν. Όπως έχει διαπιστωθεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος,

  • «Επειδή το τμήμα Α έχει επαρκώς μελετηθεί από την τελευταία μισθώτρια μπορεί αυτό να αποτελέσει τη βάση υλοποίησης τουλάχιστον μονάδας εμπλουτισμού δυναμικότητας 200.000t/έτος μεταλλεύματος ROM.
  • Περαιτέρω επεξεργασία μπορεί να οδηγήσει σε εγχώρια παραγωγή ηλεκτρολυτικού ψευδαργύρου, ενώ επισημαίνουμε και τη δυνατότητα ταυτόχρονης παραγωγής στην ίδια μονάδα και ηλεκτρολυτικού διοξειδίου του μαγγανίου με πρώτη ύλη τα γειτονικά κοιτάσματα μαγγανίου της Μεσσηνίας».