Οικονομία

Πέντε «καυτές» συστάσεις ΟΟΣΑ για αλλαγές στη φορολογία


Μεγάλες αλλαγές στο φορολογικό σύστημα της χώρας προτείνει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία έκθεσή του για την Ελλάδα, ζητώντας μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με στόχευση στους χαμηλόμισθους, μείωση του αφορολόγητου ορίου, επανεξέταση των φοροαπαλλαγών, αναμόρφωση των συντελεστών ΦΠΑ και αύξηση των φόρων στα τσιγάρα και τα ανθυγιεινά τρόφιμα.

Στην έκθεσή του, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του φορολογικού συστήματος:

  • Εντοπίζει ως σοβαρό πρόβλημα το γεγονός ότι οι μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές ήταν οριζόντιες, χωρίς διαφοροποιήσεις ανάλογα με το εισόδημα των εργαζομένων, και προτείνει στο εξής οι μειώσεις εισφορών να στραφούν στα χαμηλότερα κλιμάκια εισοδημάτων.
  • Επισημαίνει ότι το αφορολόγητο όριο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και αφήνει εκτός φορολόγησης τα περισσότερα φυσικά πρόσωπα, προτείνοντας να μειωθεί για να διευρυνθεί η φορολογική βάση.
  • Τονίζει ότι οι φοροαπαλλαγές, που συνολικά φθάνουν το 6,6% του ΑΕΠ, έχουν πολύ υψηλό κόστος και δεν επανεξετάζονται σε τακτική βάση, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Προτείνει να τεθούν σε επανεξέταση.
  • Επισημαίνει σοβαρά προβλήματα στη διάρθρωση των συντελεστών ΦΠΑ, καθώς έχουν τεθεί σε χαμηλό συντελεστή αγαθά και υπηρεσίες που δεν απευθύνονται στους εισοδηματικά ασθενέστερους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τις τουριστικές υπηρεσίες. Προτείνει να επανεξετασθούν οι συντελεστές.
  • Για τα τσιγάρα και τα ανθυγιεινά τρόφιμα (π.χ. αυτά που έχουν υψηλή περιεκτικότητα ζάχαρης) προτείνει αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι παραμένουν πολύ χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να μειωθεί η κατανάλωσή τους και να ενισχυθεί η δημόσια υγεία με αντίστοιχη συγκράτηση των δαπανών υγείας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ:

Το σκέλος των δημοσίων εσόδων παρουσιάζει ευκαιρίες βελτίωσης. Η αναθεώρηση της σύνθεσης των φόρων μπορεί να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη, μειώνοντας τους φόρους που είναι πιο επιβλαβείς για την ανάπτυξη και την ένταξη.

Τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν από 33,4% του ΑΕΠ το 2.000 σε 41% το 2.022, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ορισμένα στοιχεία του φορολογικού συστήματος της Ελλάδας είναι ήδη καλά ευθυγραμμισμένα με την ανάπτυξη και άλλους στόχους. Για παράδειγμα, μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα παράγει συγκριτικά μεγάλο μερίδιο των εσόδων της από φόρους επί της ακίνητης περιουσίας, οι οποίοι στηρίζουν την ισότητα και την ανάπτυξη. Ωστόσο, παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας παραμένει υψηλή, ιδίως οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

Η περαιτέρω μείωση της ακόμη σχετικά μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης στην εργασία θα μπορούσε να αυξήσει την απασχόληση και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, μειώνοντας παράλληλα τα κίνητρα για αυτοαπασχόληση. Ταυτόχρονα, η ανάγκη επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και γεφύρωσης του επενδυτικού κενού θα καθορίσει τον ρυθμό με τον οποίο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τέτοια μέτρα. Η διεύρυνση των φορολογικών βάσεων, μέσω της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και της αξιολόγησης των πολυάριθμων φορολογικών δαπανών, είναι ένας άλλος βασικός δρόμος για την αύξηση των εσόδων και τη μείωση των υψηλών νόμιμων φορολογικών συντελεστών.

Περαιτέρω μείωση των φόρων επί της εργασίας

Η περαιτέρω μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, ιδίως στα χαμηλά εισοδήματα, θα στηρίξει τις επενδύσεις σε δεξιότητες και θα ενισχύσει την ισότητα. Ο συνδυασμός μιας ακόμη μεγάλης φορολογικής σφήνας (σ.σ.: το άθροισμα φόρων και εισφορών που επιβάλλονται στους μισθούς) και υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών επιβαρύνει τη συμμετοχή στην εργασία, μειώνει τα κίνητρα των εργαζομένων να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο, π.χ. μέσω κατάρτισης, και καθιστά ακριβότερη για τις επιχειρήσεις την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων.

Από το 2020, η Ελλάδα έχει μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μειώνοντας τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και καταργώντας την έκτακτη εισφορά 1% για όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, επιπλέον της μείωσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τα χαμηλά εισοδήματα. Οι μειώσεις των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ήταν εντελώς μη στοχευμένες, ενώ η εμπειρία άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, όπως η Γαλλία, δείχνει ότι οι μειώσεις αυτές είναι πιο αποτελεσματικές όταν στοχεύουν σε άτομα με χαμηλό εισόδημα.

Μια πιο προοδευτική φορολόγηση του εισοδήματος από εργασία θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση δεξιοτήτων.

Το αφορολόγητο όριο

Μια πιθανή επιλογή μεταρρύθμισης θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη μείωση του υψηλού αφορολόγητου ορίου στους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, το οποίο είναι το κατώτατο όριο εισοδήματος από το οποίο οφείλονται οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τα χαμηλά εισοδήματα. Το όριο των 10.000 ευρώ αντιστοιχούσε στο 61 % των μέσων ετήσιων μισθολογικών αποδοχών το 2022, απαλλάσσοντας ουσιαστικά τα μισά ελληνικά νοικοκυριά από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.

Αυτή η στενή βάση είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα αντλεί λιγότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων από άλλες χώρες, παρά τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές πάνω από το αφορολόγητο όριο. Επιπλέον, το 2024 η κυβέρνηση αύξησε το βασικό επίδομα για τους φορολογούμενους με παιδιά κατά άλλα 1.000 ευρώ.

Η μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα συμβάλει επίσης στο να καταστεί το φορολογικό σύστημα πιο ουδέτερο όσον αφορά τις διάφορες πηγές εισοδήματος.

Πρόσφατη ανάλυση του ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι για υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος, η διαφορά των πραγματικών φορολογικών συντελεστών μεταξύ μισθού και εισοδήματος κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι διαφορές στους φορολογικούς συντελεστές ανά πηγή εισοδήματος μπορούν να καταστήσουν επωφελή για τους αυτοαπασχολούμενους με υψηλότερα εισοδήματα, ιδίως τους ελεύθερους επαγγελματίες, την ίδρυση εταιρειών. Ενώ η σύσταση μπορεί να είναι επωφελής για ορισμένους, για παράδειγμα για την προστασία των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων κατά την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων, συνεπάγεται πρόσθετο κόστος όσον αφορά τον υψηλότερο διοικητικό φόρτο και τη συμμόρφωση. Επομένως, η διαφορετική μεταχείριση των πηγών εισοδήματος μπορεί να ενθαρρύνει τους επιχειρηματίες να επιλέγουν νομικές μορφές που θα θεωρούνταν υπερβολικά επαχθείς ελλείψει φορολογικών πλεονεκτημάτων.

Επανεξέταση των φοροαπαλλαγών

Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει αναθεώρηση των ειδικών διατάξεων του φορολογικού συστήματος (σ.σ.: φοροαπαλλαγές). Προηγούμενες οικονομικές έρευνες επεσήμαναν την ανάγκη απλούστευσης του φορολογικού συστήματος μέσω της μείωσης της χρήσης των φορολογικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών ελαφρύνσεων, των πιστώσεων, των απαλλαγών και των μειωμένων φορολογικών συντελεστών.

Αυτά καθιστούν το φορολογικό σύστημα περίπλοκο και λιγότερο διαφανές και ορισμένα από αυτά ενδέχεται να υπονομεύσουν τους στόχους βιωσιμότητας. Οι φορολογικές δαπάνες εμφανίζονται σχετικά υψηλές σε διεθνή σύγκριση, αντιπροσωπεύοντας το 6,6% του ΑΕΠ το 2021. Αυτό περιλαμβάνει ιδίως επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, φορολογικές ελαφρύνσεις για συνταξιούχους, προσωπικά και οικογενειακά επιδόματα που καλύπτουν, για παράδειγμα, ιατρική περίθαλψη και επαγγελματικά έξοδα, φορολογικές απαλλαγές επί του εισοδήματος κεφαλαίου, καθώς και ειδικές διατάξεις για τον ΦΠΑ.

Η Ελλάδα παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις άμεσες επιδοτήσεις καθώς και τις φορολογικές δαπάνες στην ετήσια έκθεση φορολογικών δαπανών στο πλαίσιο του σχεδίου προϋπολογισμού της. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν υπόκεινται σε τακτικές αξιολογήσεις. Το Βέλγιο και η Πορτογαλία, για παράδειγμα, είχαν θετικές εμπειρίες από τη δημιουργία ειδικών μονάδων για την παρακολούθηση των φορολογικών πλεονεκτημάτων και την αξιολόγηση των επιπτώσεών τους με δημόσιες εκθέσεις. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμη καθοδήγηση για μελλοντικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.

Οι αλλαγές στον ΦΠΑ

Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του σχεδιασμού του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Αν και το χάσμα συμμόρφωσης με τον ΦΠΑ έχει μειωθεί, παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ. Το βελτιωμένο αλλά ακόμη χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης εξακολουθεί να περιορίζει τα έσοδα παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές κατανάλωσης: Το 2022, η Ελλάδα επέβαλε τον 7ο υψηλότερο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ η συμβολή του ΦΠΑ στα δημόσια έσοδα ήταν στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Η συνέχιση των προσπαθειών της κυβέρνησης να διευκολύνει τη φορολογική συμμόρφωση μπορεί να ενισχύσει την είσπραξη και να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η κυβέρνηση έχει θέσει ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Εφαρμόζει κίνητρα για ευρύτερη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ιδίως όσον αφορά τον ΦΠΑ, και βελτιώνει τις ροές πληροφοριών για την καλύτερη παρακολούθηση και παρακολούθηση των πληρωμών. Η εν εξελίξει κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και τα μέτρα για την απλούστευση των διαδικασιών και των αλληλεπιδράσεων με τις φορολογικές αρχές μπορούν να βελτιώσουν τη συμμόρφωση και να ελαφρύνουν τον φόρτο για τις επιχειρήσεις.

Άλλα πρόσφατα μέτρα περιλαμβάνουν την υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών για συναλλαγές ακινήτων, εκπτώσεις από το φορολογητέο εισόδημα έως 5000 EUR ετησίως για επιλεγμένες δαπάνες που καταβάλλονται ηλεκτρονικά, διευκόλυνση της έκδοσης και παρακολούθησης ηλεκτρονικών φορτωτικών για τη διακίνηση εμπορευμάτων εντός της Ελλάδας, βελτίωση της διασύνδεσης των πληροφοριακών συστημάτων μεταξύ των επιχειρήσεων και της φορολογικής αρχής, ώστε οι πληροφορίες από ταμειακές μηχανές και ηλεκτρονικές πληρωμές να διαβιβάζονται στις φορολογικές αρχές σε πραγματικό χρόνο και ψηφιοποίηση των φορολογικών ελέγχων.

Η αξιοποίηση αυτών των μέτρων για την περαιτέρω προώθηση των ψηφιακών συναλλαγών, τον περιορισμό των συναλλαγών σε μετρητά και τον εξορθολογισμό των φορολογικών δαπανών θα συμπληρώσει τη βελτίωση της ικανότητας εντός της φορολογικής αρχής.

Η αποτελεσματικότητα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εξακολουθεί επίσης να παρεμποδίζεται από ένα ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών που απαλλάσσονται ή φορολογούνται με μειωμένους συντελεστές. Οι μειωμένοι συντελεστές καλύπτουν βασικά είδη διατροφής, πολιτιστικά αγαθά όπως βιβλία και εφημερίδες, φάρμακα, τουριστικά καταλύματα, ηλεκτρική θέρμανση και φυσικό αέριο. Στην αρχή της πανδημίας, η Ελλάδα εισήγαγε επίσης προσωρινές μειώσεις για υπηρεσίες ταξί, εστιατόρια, γυμναστήρια, πισίνες και στούντιο χορού. Για τη στήριξη του κατασκευαστικού τομέα, ο ΦΠΑ έχει ανασταλεί για τα νέα κτίρια έως το τέλος του 2024.

Ο στόχος των μειωμένων συντελεστών, ιδίως για τα βασικά αγαθά, είναι να καταστεί ο ΦΠΑ πιο προοδευτικός και να μειωθεί η εισοδηματική ανισότητα, προσφέροντας μεγαλύτερο όφελος στις ομάδες χαμηλού εισοδήματος σε σχέση με το εισόδημά τους. Ωστόσο, πολλά αγαθά και υπηρεσίες που φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή δεν φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη αυτού του στόχου. Τα περισσότερα από τα διαφυγόντα έσοδα συγκεντρώνονται στα πλουσιότερα νοικοκυριά λόγω του υψηλότερου επιπέδου κατανάλωσής τους. Για παράδειγμα, οι μειωμένοι συντελεστές στον τουρισμό και τη φιλοξενία έχουν αποφέρει μεγάλα οφέλη στα πλουσιότερα νοικοκυριά και τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.

Φόροι στα επιβλαβή προϊόντα

Η Ελλάδα έχει επίσης περιθώριο να αυξήσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε επιβλαβή προϊόντα. Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στον καπνό θα μπορούσαν να αυξηθούν και – όπως πολλές άλλες χώρες της ΕΕ – η Ελλάδα δεν έχει ακόμη εισαγάγει ειδικούς φόρους στα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι. Το κόστος από το κάπνισμα και τους διατροφικούς κινδύνους στην Ελλάδα είναι υψηλό.

Το κάπνισμα συνέβαλε στο 22 % των θανάτων το 2019, σε σύγκριση με το 17% στην ΕΕ κατά μέσο όρο. Η διάδοση του καπνίσματος μεταξύ των 15χρονων είναι πλέον στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά το κάπνισμα μεταξύ των ενηλίκων παραμένει υψηλό σε διεθνή σύγκριση. Αντιθέτως, οι διατροφικοί κίνδυνοι συμβάλλουν λιγότερο στους θανάτους από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά η παχυσαρκία μεταξύ των νέων αυξήθηκε από 22% το 2018 σε 28% το 2022 και αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα υγείας.

Η φορολόγηση του καπνού και των ανθυγιεινών τροφίμων θα κατευθύνει τους ανθρώπους προς πιο υγιεινή συμπεριφορά και θα αυξήσει τα έσοδα για την αντιμετώπιση των δαπανών υγείας. Η φορολογία θα συμπληρώσει άλλα μέτρα πολιτικής που προωθούν την υγιέστερη συμπεριφορά, όπως οι κανονισμοί που περιορίζουν την εμπορία ανθυγιεινών προϊόντων και την επισήμανση. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι υψηλότεροι φόροι σε επιβλαβή αγαθά όπως ο καπνός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αποτροπής της κατανάλωσης και έχουν προοδευτικό αποτέλεσμα κατά τον υπολογισμό των ιατρικών δαπανών και των επιπτώσεων στον χρόνο εργασίας. Ωστόσο, εάν οι φόροι αυτοί καθοριστούν σε πολύ υψηλά επίπεδα, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διαρροή εσόδων ή ισχυρά κίνητρα για παράνομες εισαγωγές (λαθρεμπόριο).