Γεννημένος στην Ισπανία την μαύρη περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος προεδρεύει φέτος της επιτροπής του κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, μέσα από τις ταινίες του διηγήθηκε με χρώματα την απελευθέρωση μίας κοινωνίας και καθιερώθηκε ως η ενσάρκωση του ισπανικού κινηματογράφου.
'Ηδη έχουν ασπρίσει τα άλλοτε κατάμαυρα μαλλιά του 67χρονου Αλμοδόβαρ, ο οποίος πλέον υποστηρίζει ότι δεν είναι τόσο «αλμοδοβαρικός» όσο θα επιθυμούσαν πολλοί κριτικοί και θεατές, καθώς το όνομά του θα παραμείνει για καιρό συνώνυμο της παραβατικότητας, του πικρού χιούμορ, των φλογερών μελοδραμάτων και των ηρωίδων έξω από νόρμες.
Μετά την εκπληκτική επιτυχία της πρώτης του ταινίας: «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» το 1988, μία εξωφρενική ιλαροτραγωδία η οποία τον έκανε αμέσως διάσημο στο εξωτερικό, ο γάλλος δημοσιογράφος Μπερνάρ Πιβό, παραγωγός για πολλά χρόνια της εκπομπής για το βιβλίο με τον τίτλο: «Apostrophes», αρεσκόταν να απαριθμεί το 1992 τα θέματα των ταινιών του ισπανού σκηνοθέτη: «μαζοχισμός, ομοφυλοφιλία, αυνανισμός, ναρκωτικά, πορνογραφία, επίθεση κατά της θρησκείας»...
«Τα θέματα αυτά τα οποία πολλοί θεωρούν ταμπού αποτελούν μέρος της ζωής μου, για μένα δεν είναι ούτε απαγορευμένα, ούτε σκανδαλώδη», απαντούσε τότε στον Πιβό ο Αλμοδόβαρ που αποκαλείτο «το τρομερό παιδί της Movida», της κοινωνικο-πολιτιστικής απελευθέρωσης που ακολούθησε μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο το 1975.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο ευτραφής Μαδριλένος διεκδικούσε το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος, να γίνει σημαιοφόρος μίας μοντέρνας και ανεκτικής Ισπανίας.
Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1949 στην άγονη περιοχή της Λα Μάντσα της κεντρικής Ισπανίας, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο σπάνια αναφερόταν στον πατέρα του, έναν μουλαρά που εξαφανιζόταν ολόκληρες εβδομάδες προκειμένου να πάει να πουλήσει κρασί και ο οποίος πέθανε τη χρονιά που ο Πέδρο γύριζε την πρώτη του ταινία, το 1980.
Όμως το καθοριστικό πρόσωπο που σφράγισε τη ζωή του υπήρξε η μητέρα του, ενώ η εξερεύνηση των μητρικών δεσμών αποτέλεσε ένα από τα αγαπημένα του θέματα.
«Το πάθος μου για τα χρώματα ήταν η απάντηση της μητέρας μου στα τόσα χρόνια πένθους και μαυρίλας-ήμουν η εκδίκησή της για την παραδοσιακή σκούρα μονοχρωμία που επικρατούσε για δεκαετίες στην Ισπανία», εξομολογήθηκε το 2004.
Πορτρέτα γυναικών
Ο Πέδρο είναι μόλις 16 χρόνων όταν αποκτά την ανεξαρτησία του και πάει να κατακτήσει τη Μαδρίτη. Η Σχολή Κινηματογράφου ήταν ακόμα «κλειστή από τον δικτάτορα Φράνκο» και έτσι στην Ταινιοθήκη ο Αλμοδόβαρ ανακαλύπτει τους μέντορές του που τον σημάδεψαν για πάντα: Χίτσκοκ, Μπέργκμαν, Μπουνιουέλ, όπως διηγήθηκε ο ίδιος το 2016 σε μαδριλένους φοιτητές.
Για να κερδίσει για προς τα ζην εργάζεται ως διοικητικός υπάλληλος στον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών. Την περίοδο εκείνη πέφτει με τα μούτρα στο μαδριλένικο αντεργκράουντ, «εθίζεται στο γκλαμουράτο πανκ ροκ», ίδρυσε μάλιστα το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα «Almodovar y McNamara», ενώ ήδη από το 1974 γυρίζει ταινίες μικρού μήκους με μία κάμερα super 8.
Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο: «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς» το 1980 μοιάζει σαν ένα εύθυμο ερωτικό φωτορομάντζο με μοιραίες ηρωίδες ή εν δυνάμει μοιραίες.
Τις επόμενες 19 ταινίες του θα τις γυρίσει όλες στην Ισπανία με τις πρωταγωνίστριες-φετίχ του: Κάρμεν Μάουρα, Ρόσι ντε Πάλμα, Πενέλοπε Κρουθ, Μαρίσα Παρέδες...
Οι ηρωίδες του Αλμοδόβαρ είναι συνήθως γυναίκες παθιασμένες, εμμονικές, που επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις και τις διακυμάνσεις τους, απρόβλεπτες...
Ο Αλμοδόβαρ είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που παρουσίασε στις ταινίες του τον κόσμο των τρανσέξουαλ και των τραβεστί με ανθρώπινα ζεστό τρόπο, με κιτς όμως αισθητική, όπως π.χ στην ταινία «Κακή εκπαίδευση» που ίσως είναι η πιο προσωπική του ταινία και αναφέρεται στη φιλία δύο αγοριών σε ένα εσωτερικό καθολικό σχολείο που διοικείται με σιδερένια πυγμή.
Τα τελευταία πέντε χρόνια ο Αλμοδόβαρ γύρισε διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το ενοχλητικό-θρίλερ «Το δέρμα που κατοικώ», την κωμωδία «Δεν κρατιέμαι» και το μελόδραμα «Τζουλιέτα», ταινία-πορτρέτο μίας μητέρας που κρύβει ένα βαρύ μυστικό.
Προκειμένου να εξηγήσει το νέο αυτό βάρος που περιέχουν οι ταινίες του, επικαλείται συχνά την προσωπική του ζωή, το γεγονός ότι γερνάει και είναι μόνος, ζώντας όπως λέει, με γάτες και «φαντάσματα».
Πέντε φορές συμμετείχε στο επίσημο τμήμα των Καννών, δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Χρυσό Φοίνικα, αν και το 2006 η ταινία του "Volver" ("Γύρνα Πίσω", ο ελληνικός τίτλος) είχε αποσπάσει το βραβείο του καλύτερου σεναρίου και της καλύτερης ερμηνείας για το σύνολο των ηθοποιών που έπαιζαν σε αυτή.
Έχουν τιμηθεί όμως με 'Οσκαρ δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: το μελόδραμα «Όλα για την μητέρα μου» το 1999 και το «Μίλα της» το 2002.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / AFP