Σε ευκαιρία για βελτίωση της κερδοφορίας τους μετέτρεψαν οι ελληνικές επιχειρήσεις την κρίση της πανδημίας, ενώ η πλευρά των εργαζομένων είναι χαμένη, με δύο συνεχή έτη μείωσης των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα.
Αυτή είναι η εικόνα που σκιαγραφείται από την Τράπεζα της Ελλάδος (ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική), από την οποία επιβεβαιώνεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, λαμβάνοντας και ισχυρή στήριξη από το κράτος με τα μέτρα για την πανδημία όχι μόνο κάλυψαν το 2021 τις απώλειες του 2020, αλλά και διπλασίασαν το περιθώριο κέρδους τους.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ΤτΕ:
- Σημαντική βελτίωση των επιχειρηματικών κερδών καταγράφεται στα στοιχεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ το πρώτο εξάμηνο του 2021 σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2020. Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της εν εξελίξει πανδημίας και επιδράσεις βάσης εξηγούν τη βελτίωση αυτή.
- Πιο συγκεκριμένα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 43,4% το πρώτο εξάμηνο του 2021 (έναντι μείωσης κατά 27,6% την αντίστοιχη περίοδο του 2020). Η αύξηση αυτή οφείλεται στην άνοδο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά 12,1% και στη μείωση του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας κατά 3,9%. Αντίθετα, η επίδραση των φόρων μείον επιδοτήσεων στην παραγωγή ήταν αρνητική.
- Το μερίδιο καθαρού κέρδους (που ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία) διπλασιάστηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και ανήλθε σε 28,2%, από 14,0% το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Για τους εργαζόμενους, όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Όπως φαίνεται στον πίνακα, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα, που είχε παρουσιάσει αρκετά μεγάλη αύξηση το 2019 (4,4%), το 2020 μειώθηκε κατά 2,1%, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2021 υπέστη επιπλέον μείωση κατά 3,4%.
Εξετάζοντας το σύνολο της οικονομίας (ιδιωτικό και δημόσιο τομέα), η ΤτΕ προβλέπει ότι το 2021 το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας αναμένεται να αυξηθεί συγκρατημένα, κατά 1%, έναντι μείωσης κατά 2,5% το 2020, αντανακλώντας μικρές αυξήσεις της μισθωτής απασχόλησης και των μέσων αμοιβών, ενώ προβλέπεται σημαντική άνοδος της παραγωγικότητας και μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Όλοι δηλαδή οι δείκτες αναμένεται να κινηθούν προς την επιθυμητή κατεύθυνση, όπως σχολιάζει η ΤτΕ.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την εργασία, η Τράπεζα της Ελλάδος περιγράφει ως εξής τις εξελίξεις στα δύο έτη της πανδημίας:
- Το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία των ετήσιων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, η μείωση της μισθωτής απασχόλησης ήταν σχετικά συγκρατημένη, παρά τα περιοριστικά μέτρα στην οικονομική δραστηριότητα λόγω της πανδημίας, χάρη στα αντισταθμιστικά μέτρα που ελήφθησαν (την αναστολή των συμβάσεων εργασίας και την αποτροπή των απολύσεων), ενώ οι αποζημιώσεις που χορηγήθηκαν στους εργαζομένους που τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθούν μόνο ελαφρά, κατά μέσο όρο, οι κατά κεφαλήν αμοιβές των μισθωτών.
- Έτσι, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας μειώθηκε κατά 2,5%, έναντι αύξησης κατά 2,4% το 2019 (τελευταίο προ της πανδημίας έτος).
- Η ασκηθείσα πολιτική διαφύλαξε μεν σε σημαντικό βαθμό τα εισοδήματα των μισθωτών, δεν ήταν όμως δυνατόν να αποτρέψει δυσμενείς εξελίξεις στην παραγωγικότητα και στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ο συνδυασμός μεγάλης μείωσης του προϊόντος (του ΑΕΠ) και συγκρατημένης μείωσης της απασχόλησης οδήγησε σε σημαντική μείωση της παραγωγικότητας και εξίσου σημαντική αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ενώ το 2019 και τα δύο αυτά μεγέθη είχαν εμφανίσει πολύ μικρές μεταβολές (κάτω του +/-1%).
- Το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους η εικόνα διαφοροποιείται, καθώς εφαρμόστηκαν σε σημαντικά μικρότερο βαθμό μέτρα περιοριστικά της δραστηριότητας (και, αντίστοιχα, λιγότερα μέτρα αναστολής συμβάσεων εργασίας προς αποφυγή των απολύσεων).
- Έτσι, ο αριθμός των μισθωτών μειώθηκε με ετήσιο ρυθμό 1,5% το εννεάμηνο, ενώ οι κατά κεφαλήν αμοιβές των μισθωτών αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 1,2%, συμβάλλοντας ώστε να περιοριστεί ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός μείωσης του συνόλου των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας στο 0,4%. Ταυτόχρονα, εντυπωσιακή ήταν η ανάκαμψη της παραγωγικότητας την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους (ετήσιος ρυθμός αύξησης 10,4%) και σημαντική η υποχώρηση του κόστους εργασίας (με ετήσιο ρυθμό 8,2%).