Οικονομία

55 δισ. «παρκαρισμένα» στο εξωτερικό


Εκτός Ελλάδας είναι... παρκαρισμένα από ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά 55,2 δισ. ευρώ, ενώ οι Έλληνες έχουν τα υψηλότερα ποσοστά διακράτησης μετρητών στην Ευρώπη. Για να στραφούν τα κεφάλαια των Ελλήνων σε επενδύσεις που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη, μελέτη του ΙΟΒΕ προτείνει την καθιέρωση φορολογικών κινήτρων, αλλά και τη δημιουργία ενός πλήρως κεφαλαιοποιητικού πυλώνα επικουρικής ασφάλισης.

Σύμφωνα με τη μελέτη, που παρουσιάσθηκε σε εκδήλωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών και της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, μεγάλο μέρος (18,6%) των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων επιχειρήσεων και νοικυριών βρίσκεται εκτός χώρας. Στο τέλος του α' εξαμήνου 2019, το ποσό αυτό ανερχόταν σε 55,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2015, σε περίοδο έντονης αβεβαιότητας, είχε φθάσει και τα 88,4 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων (56,5%) ήταν τοποθετημένο σε τραπεζικές καταθέσεις στο εξωτερικό.

Από τα κεφάλαια που παραμένουν στην Ελλάδα, τα περισσότερα είναι τοποθετημένα σε μετρητά ή καταθέσεις. Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη σε μετρητά (10,4% της συνολικής κινητής περιουσίας, έναντι 2,4% στην Ευρώπη). Εκτός από μετρητά σε στρώματα, οι Έλληνες παραμένουν πιστοί στις καταθέσεις. Έτσι, το 64,4% της κινητής περιουσίας επιχειρήσεων και νοικυριών «λιμνάζει» σε μετρητά και καταθέσεις.

Με στόχο την ενίσχυση της αποταμίευσης και την ανάπτυξη με μοχλό την κεφαλαιαγορά, η έκθεση του ΙΟΒΕ προτείνει την παροχή κατάλληλων κινήτρων. Για την ανάκαμψη του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα απαιτούνται σημαντικές νέες επενδύσεις, τονίζεται στη μελέτη, ενώ τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση επί σειρά ετών. Το «κενό» παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2018 κυμάνθηκε κατά μ.ό. σε 2,6% του ετήσιου ΑΕΠ, σωρευτικά περί τα €94 δισ. ευρώ.

Είναι κρίσιμο να αναπτυχθεί η αγορά κεφαλαίων και να αξιοποιηθούν περαιτέρω τα εργαλεία της, εκτιμά το ΙΟΒΕ, σημειώνοντας ότι η χρηματοδότηση της οικονομίας ήταν παραδοσιακά τραπεζικοκεντρική, αλλά το υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων θέτει περιορισμούς σε νέες δανειοδοτήσεις.

Το μέγεθος των Ελληνικών επενδύσεων σε κινητές αξίες μέσα από θεσμικούς επενδυτές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, ενώ τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων που είναι επενδεδυμένα στην κεφαλαιαγορά αντιστοιχούν σε μόλις 8% του ΑΕΠ, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.

Η αποταμίευση των νοικοκυριών, εκτιμά το ΙΟΒΕ, θα ανακάμψει μέσα από μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση και με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα στη βάση καλών πρακτικών της ΕΕ.

Τα φορολογικά κίνητρα για στοχευμένες μακροχρόνιες επενδύσεις ιδιωτών μέσω κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνουν επιλέξιμους τίτλους, όπως μετοχικά, μεικτά και εταιρικά ομολογιακά Α/Κ εσωτερικού. Επίσης, μπορεί να πριμοδοτηθούν με φοροελαφρύνσεις Α/Κ με τομείς προτεραιότητας όπως σε εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εταιρείες με προσανατολισμό σε καινοτομία, οχήματα Venture Capital, «πράσινες» επενδύσεις και υποδομές. Προτείνεται η φοροελάφρυνση να ισχύει για ελάχιστη διακράτηση των τίτλων για 3 έτη.

Επίσης, η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων ασφάλισης, με νέα πλήρως κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μεσοσταθμικά κατά 3 π.μ. και κίνητρα για προαιρετική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση.
 
Τα προτεινόμενα μέτρα ενέχουν διαχειρίσιμο δημοσιονομικό κόστος, εκτιμά το ΙΟΒΕ, το οποίο θα είναι 1,8% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση κατά μέσο όρο, την πρώτη πενταετία και θα βαίνει μειούμενο στο χρόνο. Το ετήσιο κόστος των κινήτρων Α/Κ είναι μικρότερο από 0,05% του ΑΕΠ, όπως εκτιμάται.

Η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων μέσω της κεφαλαιαγοράς δημιουργεί σημαντικά οικονομικά οφέλη:

  • Νέα αποθεματικά προς επένδυση έως και €99 δισεκ. μέσα σε 40 χρόνια
  • Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά μ.ο. 6,9 δισεκ. κατ’έτος για τα επόμενα 40 χρόνια
  • Περισσότεροι ισοδύναμα πλήρως απασχολούμενοι κατά μ.ο. 81 χιλιάδες άτομα κάθε έτος και μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας κατά 1,5 π.μ.
  • Αύξηση της ρευστότητας στην αγορά κεφαλαίου, η οποία την καθιστά περισσότερο ελκυστική στη ξένη αποταμίευση

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κρίνεται σκόπιμο να δοθεί άμεση προτεραιότητα για αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου σε μέτρα πολιτικής τόνωσης της εγχώριας αποταμίευσης.

Στο χαιρετισμό του, ο Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Γιώργος Χαντζηνικολάου τόνισε ότι «Μετά από αρκετά χρόνια δυσκολιών της ελληνικής οικονομίας, είναι πλέον η κατάλληλη στιγμή να ξαναξεκινήσει η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς. Η έλλειψη επενδύσεων την τελευταία δεκαετία προκάλεσε μεγάλη ανάγκη χρηματοδότησης και η κεφαλαιαγορά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην κάλυψη των αναγκών αυτών. Οι αποταμιεύσεις ωστόσο αποτελούν προϋπόθεση αναγκαία αλλά όχι ικανή. Θα πρέπει παράλληλα να υπάρξουν εταιρείες υγιείς με ενδιαφέρον για εισαγωγή στο Χρηματιστήριο ή χρήση κάποιου από τα πολλά επενδυτικά εργαλεία που ήδη διαθέτει το Χρηματιστήριο».

Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών κ. Κίμων Βολίκας σημείωσε: «Η κεφαλαιαγορά αποτελεί ένα ζωτικό κομμάτι στο οποίο θα πρέπει να δώσει έμφαση η Πολιτεία. Όλοι οι συμμετέχοντες στην κεφαλαιαγορά είναι ανταγωνιστικοί σε διεθνές επίπεδο: το Χρηματιστήριο με τα προϊόντα και τις άρτιες υπηρεσίες του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο και οι Έλληνες επαγγελματίες διαχειριστές με την τεχνογνωσία τους. Αυτό που λείπει είναι η ροή εγχώριων κεφαλαίων η οποία σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες έρχεται κυρίως μέσα από το θεσμό pension funds».

Τέλος, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών υπογράμμισε: «Χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες στήριξης της επενδυτικής δραστηριότητας. Πρόκειται για ένα μοντέλο που εντάσσεται στην ευρύτερη προσέγγιση για ενίσχυση των ΜμΕ. Κυρίαρχη στόχευση της μελέτης είναι να προσδιορίσει το περιβάλλον που διευκολύνει την αναζωογόνηση και δημιουργία ενός νέου παραγωγικού ιστού στις χώρες που επλήγησαν στα χρόνια της κρίσης».

Την παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ έκαναν ο Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Νίκος Βέττας και ο Επικεφαλής Χρηματοοικονομικών Ερευνών του ΙΟΒΕ, κ. Γιώργος Γατόπουλος.