Πολιτική

Παρέμβαση ΔΝΤ για τους πρόσφυγες


Για πολιτικές και ρεαλιστικές λύσεις  στο προσφυγικό πιέζει του πολιτικούς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μέσω παρέμβασής του. Το Ταμείο αναγάγει σε μείζονος οικονομικής και πολιτικής σημασίας το ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, και παρεμβαίνει ως μοχλός λύσης και αντιμετώπισής του. Μέσω του Staff Siscussion Note, το ΔΝΤ θέτει δεδομένα προς διαβούλευση, με στόχο την επίτευξη συναντίληψης και από κοινού αντιμετώπισης των προσφυγικών ροών. Οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι ο αποκλεισμός δεν είναι λύση, επισημαίνοντας την ανάγκη για εξεύρεση αναπτυξιακών πολιτικών, και περαιτέρω δημοσιονομικής ευελιξίας, με στόχο την ένταξη των προσφύγων στην κοινωνία.

Ο αριθμός των αιτούντων άσυλο που πέρασααν τα σύνορα της ΕΕ το 2015 είναι πρωτοφανής. Περίπου 995.000 αιτήσεις ασύλου υποβλήθηκαν στις χώρες της ΕΕ μέχρι τον Οκτώβριο και οι περισσότερες αφορούσαν τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Σουηδία. Η μεγάλη ροή των αιτούντων άσυλο μπορεί να διαρκέσει για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 8 εκατομμύρια άτομα που έχουν εκτοπιστεί από τον τόπο τους στο εσωτερικό της Συρίας, ενώ υπάρχουν άλλα 4 εκατομμύρια Σύριοι στις γειτονικές χώρες. Με περίπου 2 εκατομμύρια εκτοπισμένα άτομα, η Τουρκία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως το πρώτο βήμα της μετάβαση προς την ΕΕ. Έτσι η Ελλάδα και η Ιταλία χρησιμεύουν συχνά ως το πρώτο σημείο επαφής για τους πρόσφυγες που φτάνουν δια θαλάσσης.

Των Εύας Γιαρίκη, Ζήση Ψάλλα 

Ενώ οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο προέρχονται από χώρες όπου υπάρχουν συγκρούσεις, σημαντικοί αριθμοί, επίσης, ήρθαν από τα Βαλκάνια. Κατά τους πρώτους 10 μήνες του 2015, οι Σύριοι και οι Βαλκάνιοι αντιπροσώπευαν περίπου το 25% των συνολικών εισροών και το 15% των αιτούντων άσυλο. Άλλες χώρες με μεγάλο μερίδιο αιτούντων άσυλο ήταν από το Αφγανιστάν (13%), το Ιράκ (9%) και το Πακιστάν (4%). Ωστόσο, οι περισσότερες αιτήσεις από τους αιτούντες άσυλο από της βαλκανικές χώρες απορρίφθηκαν, σε σύγκριση με πολύ υψηλότερα ποσοστά αποδοχής (κατά 85%) από τη Συρία και το Ιράκ. 

Οι αιτήσεις ασύλου το 2015 ξεπέρασαν το προηγούμενο ανώτατο επίπεδο που καταγράφηκε μετά την πτώση του Τείχος του Βερολίνου και κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι αιτήσεις στην ΕΕ κορυφώθηκαν σε 670.000 το 1992, και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια των ετών 1990-93. Ο αριθμός των προσφύγων από τη πρώην Γιουγκοσλαβία έφθασε 1,4 εκατομμύρια το 1996, και στη συνέχεια μειώθηκε με πολλά άτομα να πηγαίνουν πίσω στις χώρες καταγωγής τους μετά την επιστροφή της σταθερότητας. Η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, οδήγησε επίσης σε αύξηση των αιτήσεων ασύλου, πάνω 400.000 ετησίως. 

Πρόσφατα, οι χώρες έχουν λάβει μονομερή μέτρα για τη μείωση της εισροής των αιτούντων άσυλο. Ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν κλείσει τα εξωτερικά τους σύνορα για τους αιτούντες άσυλο, ενώ κάποιες χώρες προορισμού, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Γερμανίας, και της Σουηδίας, έχουν επανεισάγει προσωρινά τους ελέγχους στα σύνορα εντός του χώρου Σένγκεν. Η Σουηδία έχει ανακοινώσει σχέδια για την αντικατάσταση των μόνιμων αδειών παραμονής με προσωρινές.  

Το βραχυπρόθεσμο κόστος και η επίδραση στην οικονομία

Οι αρχικές μακροοικονομικές επιπτώσεις από την εισροή προσφύγων είναι μέσω της συνολικής ζήτησης, ενώ τα αποτελέσματα στην προσφορά εργασίας αναπτύσσονται σταδιακά. Βραχυπρόθεσμα, οι πρόσθετες δημόσιες δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών υποδοχής και υποστήριξης, όπως για στέγαση, για τροφή, για υγεία και εκπαίδευση, αυξάνει τη συνολική ζήτηση.Η δημοσιονομική επέκταση -μαζί με υποστηρικτική νομισματική πολιτική- συμβάλλει στην αντιστάθμιση πιθανών καθοδικών πιέσεων στους μισθούς και τον πληθωρισμό.

Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, οι επιπτώσεις των προσφύγων στην απασχόληση και το ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα της ένταξής τους στην αγορά εργασίας και τον βαθμό δεξιοτήτων των προσφύγων.

Το βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό κόστος της φροντίδας θα μπορούσε να είναι αρκετά μεγάλο σε ορισμένες χώρες. Το ΔΝΤ εκτίμησε ότι, ο μέσος όρος του προϋπολογισμού για έξοδα σε χώρες της ΕΕ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,05% και 0,1% επί του ΑΕΠ το 2015 και το 2016, αντίστοιχα, σε σύγκριση με το 2014. Οι εκτιμήσεις αυτές ωστόσο είναι εξαιρετικά αβέβαιες, αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, την αβεβαιότητα για τον αριθμός των αιτούντων άσυλο. 

Ωστόσο, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχει την εγγενή ευελιξία, που θα έπρεπε στις χώρες να ανταποκριθούν στην κρίση των προσφύγων. Σύμφωνα με το προληπτικό σκέλος, οι χώρες μπορούν να αποκλίνουν από την πορεία προσαρμογής προς το Μεσοπρόθεσμο στόχο σε περίπτωση "ασυνήθιστων περιστάσεων που εκφεύγουν από τον έλεγχο του κράτους μέλους οι οποίες έχουν σημαντική επίπτωση στην οικονομική κατάσταση της γενικής κυβέρνησης". Και σύμφωνα με τον διορθωτικό σκέλος, οι δαπάνες για την κρίση των προσφύγων μπορούν να ληφθούν υπόψη ως ένας «σχετικός παράγοντας» στον υπολογισμό.

Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την ενίσχυση των κεντρικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που διατίθενται για την προσφυγική κρίση στην 2015-16 κατά 1,7 δις ευρώ (0,01% του ΑΕΠ της ΕΕ) σε 9,2 δις ευρώ (0,07% του ΑΕΠ της ΕΕ). Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον προϋπολογισμό της FRONTEX και την πρόσθετη χρηματοδότηση προς την Τουρκία). Οι αυξήσεις το 2015 έχουν ήδη έχουν εγκριθεί.

Προσωμοίωση επιπτώσεων

Για να φανεί ο βραχυπρόθεσμος οικονομικός αντίκτυπος της τρέχουσας αύξησης των αιτούντων άσυλο, έχει διεξαχθεί μια προσομοίωση. 

Η υπόθεση είναι ότι ο πληθυσμός θα αυξηθεί κατά 0,15% στην ΕΕ ή κατά 800.000 τα έτη 2015-2017 και 0,1% στη συνέχεια. Θα χρειαστούν δύο χρόνια για τους πρόσφυγες ώστε να καταστούν επιλέξιμοι για εργασία. Οι άμεσες δημοσιονομικές δαπάνες αφορούν μια διάρκεια έως δύο χρόνια (μέχρι να βρουν δουλειά)  και ανέρχονται σε περίπου 0,1% κάθε έτος. Πρόσθετα έξοδα σχετίζονται με τις κοινωνικές μεταβιβάσεις και τα επιδόματα ανεργίας.

Οι αναμενόμενες αρχικές επιδράσεις στο σύνολο του ΑΕΠ της ΕΕ είναι θετικές, αλλά μικρές, με μια πιο σημαντική επίπτωση στις χώρες όπου οι εισροές προσφύγων συγκεντρώνεται περισσότερο. Το επίπεδο του ΑΕΠ ανεβαίνει κατά περίπου 0,05%, 0,09% και 0,13% για το 2015, 2016 και 2017, αντίστοιχα.

Η επίδραση είναι αρκετά διαφορετική από χώρα σε χώρα, αντανακλώντας την ασύμμετρη κατανομή του αιτούντων άσυλο  σε σχέση με τον πληθυσμό των χωρών. Μέχρι το 2017, η μεγαλύτερη επίπτωση θα είναι στην Αυστρία, όπου το ΑΕΠ αναμένεται να σημειώσει αύξηση κατά 0,5% ακολουθούμενο από τη Σουηδία (0,4%) και τη Γερμανία (0,3%).

Το μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο μπορεί να είναι μεγαλύτερο αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό για την αγορά εργασίας και την ενσωμάτωση. Για παράδειγμα, μέχρι το 2020 το ΑΕΠ της ΕΕ θα μπορούσε να είναι 0,25% υψηλότερο και 0,5-1,1% για την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Σουηδία.

Μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

1)Η συμβολή των προσφύγων στην αγορά εργασίας

Προκειμένου να αξιολογηθεί ο οικονομικός αντίκτυπος της μετανάστευσης απαιτείται η σύγκριση μεταξύ των φόρων που καταβλήθηκαν με άλλες οικονομικές συνεισφορές των μεταναστών καθώς και το κόστος των υπηρεσιών που χρησιμοποιήθηκαν από εκείνους. 

Ο οικονομικός αντίκτυπος εξαρτάται άμεσα από το πόσο οι μετανάστες κοστίζουν στην αγορά εργασίας, κάτι που με τη σειρά του συνδέεται με τα ατομικά χαρακτηριστά όπως οι δεξιότητες και η ηλικία. Από τη στιγμή που τα ίδια κριτήρια εφαρμόζονται και στους εγγενείς κατοίκους κάθε χώρας, είναι σωστό να συγκρίνεται ο αντίκτυπος των μεταναστών με του υπόλοιπου πληθυσμού. 

2)Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης στους ντόπιους 

Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης ενδέχεται να χειροτερεύσουν μακροπρόθεσμα, στην περίπτωση που ο αντίκτυπος μετατοπιστεί, για παράδειγμα εάν η ροή των προσφύγων επηρεάσει τον δείκτη ανεργίας των εγγενών κατοίκων ή περιορίσει τους μισθούς τους. Το φαινόμενο αυτό όμως μπορεί να μετριαστεί και να φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Τρανταχτό είναι το παράδειγμα της Ισπανίας το 2000, όταν η ταχεία ροή των προσφύγων ενίσχυσε τον τομέα των προσωπικών υπηρεσιών και είχε θετικό αντίκτυπο στην αγοράς εργασίας καθώς περισσότερες γυναίκες άρχισαν να εργάζονται. 

3)Ο ρόλος του συστήματος

Όταν οι αιτούντες άσυλο πρωτοφθάνουν σε μία χώρα, τότε τους προσφέρεται χώρος διαμονής, έξοδα διαμονής, καθώς και υπηρεσίες ενσωμάτωσης στην χώρα, όπως μαθήματα γλώσσας. Αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στην νέα χώρα δεν τους επιτρέπεται να εργαστούν, μέχρι ότου διευθετηθεί το νομικό τους στάτους. Αυτό τείνει να περιορίζει την οικονομική τους συμβολή σε σχέση με άλλους μετανάστες ή με τους ντόπιους κατοίκους. Μετά την λήψη του ασύλου, εάν καταφέρουν να βρουν δουλειά, τότε πληρώνουν φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης υπό τους ίδιους όρους με τους υπόλοιπους μετανάστες και τους εγγενείς πολίτες. Στην περίπτωση όμως που δεν καταφέρνουν να βρουν εργασία, έχουν το δικαίωμα να λάβουν μερικά επιδόματα, τα οποία δεν παρέχονται στους ντόπιους. Επιπλέον σημειώνεται πως η οικονομική τους συμβολή εξαρτάται ακόμη από το ύψος των επιδομάτων αυτών, κάτι το οποίο φυσικά εξαρτάται αποκλειστικά από την χώρα υποδοχής. 

4)Μικρή η σύνδεση του προσφυγικού με τη δημόσια οικονομία

Σε μία πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ αναγράφεται ότι μεταξύ του 2007και του 2009, η μέση οικονομική συνεισφορά των μεταναστών στις προηγμένες οικονομίες αντιπροσώπευε το 0,35% του ΑΕΠ, ενώ οι υπόλοιπες χώρες κυμαίνονται  σε αντίστοιχο ποσοστό ±1% . Με βάση τα σημερινά δεδομένα ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί δεν δίνουν επαρκή στοιχεία για να μπορέσουμε να υπολογίσουμε την μελλοντική συνεισφορά των προσφύγων. Ούτε φυσικά μας δίνουν στοιχεία για την μακροπρόθεσμη ή έμμεση επίδραση που θα έχουν στην οικονομία. 

5)Ανύπαρκτη η σύνδεση μεταξύ του αριθμού των μεταναστών και της οικονομικής ισορροπίας 

Εξαιρουμένων χωρών όπως το Λουξεμβούργο και η Ελβετία, δεν υπάρχει άμεσος συσχετισμός μεταξύ του οικονομικού αντίκτυπου του προσφυγικού σε όρους ΑΕΠ και του ποσοστού του πληθυσμού των προσφύγων, κάτι το οποίο μας αποδεικνύει ότι υπάρχουν άλλοι παράγοντες που συμβάλουν στην οικονομική ισορροπία πλην του αριθμού των προσφύγων. 

6)Σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία

Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους εγγενείς κατοίκους κάθε χώρας, οι μετανάστες μικρότερης ηλικίας έχουν μεγαλύτερη συμβολή στην οικονομία από τους πιο μεγαλύτερους. Το σχετικά υψηλό δημοσιονομικό κόστος του μεταναστευτικού πληθυσμού στη Γερμανία το 2007-2009 αποδίδεται εν μέρη στο γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ήταν συνταξιούχοι. Συγκριτικά με τους ντόπιους κατοίκους, η αξία της θετικής μελλοντικής συμβολής των μεταναστών εμφανίζεται αργότερα, κορυφώνεται μέχρι ένα χαμηλό ποσοστό και πέφτει πάλι σε αρνητικά επίπεδα σχετικά γρήγορα. 

7)Οι νεαροί μετανάστες συμβάλλουν περισσότερο 

Οι νεαροί ενήλικες που φτάνουν σε ηλικία να εργαστούν τείνουν να συμβάλλουν περισσότερο στην ενίσχυση της οικονομίας από τους μεγαλύτερος. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην εξοικονόμηση πόρων από την εκπαίδευση για την χώρα υποδοχής, από τον υψηλό αριθμό των εργάσιμων χρόνων που έχουν μπροστά τους και φυσικά από της συνεισφορά τους στη φορολογία. Τα υψηλά ποσοστά γονιμότητας των μεταναστών, τα οποία συνήθως είναι υψηλότερα από των ντόπιων, συμβάλουν επίσης στην  μείωση των αρνητικών δημοσιονομικών επιπτώσεων από τη γήρανση του πληθυσμού.

8)Οι μετανάστες με κάποια εξειδίκευση συνεισφέρουν περισσότερο από του ντόπιους

Οι μετανάστες με υψηλή μόρφωση, και δη εκείνοι που είναι ειδικευμένοι σε κάποιον τομέα συνεισφέρουν περισσότερο στην οικονομία ενός κράτους από τους ντόπιους κατοίκους. Σαν παράδειγμα αξίζει να αναφέρουμε τους αιτούντες άσυλο στην Μεγάλη Βρετανία μετά το 2000. 

9)Η συνεισφορά των προσφύγων είναι λιγότερη ευνοϊκή από εκείνη των οικονομικών μεταναστών 

Στην Αυστραλία για παράδειγμα, οι ανθρωπιστικοί μετανάστες προκάλεσαν οικονομικά προβλήματα τα πρώτα 10 με 15 χρόνια παραμονής τους στην χώρα, ενώ οι οικονομικοί μετανάστες συνέβαλλαν θετικά. Παρά το γεγονός πως μακροπρόθεσμα η συμβολή των ανθρωπιστικών μεταναστών έγινε θετική, ο συνολικός αντίκτυπός τους στην οικονομία ήταν αρνητικός. 

Οι συνέπειες του τρέχοντος κύματος προσφύγων 

Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του τρέχοντος κύματος προσφύγων είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθουν. 

Για μερικές χώρες το βραχυπρόθεσμο κόστος των προσφύγων είναι αρκετά μεγάλο. Τόσο ο μεσοπρόθεσμος όσο και ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπός τους στην οικονομίας, ακριβώς όπως κι εκείνος των εγγενών κατοίκων εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων. Συγκεκριμένα, επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τον αριθμό των προσφύγων που θα καταφθάσουν, το πόσοι από αυτούς θα θέλουν και φυσικά σε ποιους θα επιτραπεί η περαιτέρω παραμονή στη χώρα, και το πόσο γρήγορα θα μπορέσουν να ενσωματωθούν στην αγορά εργασίας. 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οι πρόσφυγες που αναμένεται να καταφτάσουν στην Ευρώπη είναι νεαροί σε ηλικία και τα ποσοστά γονιμότητάς τους είναι υψηλότερα από εκείνα των ντόπιων, γεγονός το οποίο ενδέχεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία μακροπρόθεσμα. 

Όσον αφορά στη μόρφωσή τους και στις δεξιότητές τους, οι πληροφορίες που υπάρχουν δεν είναι επαρκείς για να μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια. Εκτιμάται ωστόσο πως τα ποσοστά δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλά. 

Δεδομένου του υψηλού δείκτη της ανεργίας σε πολλές από τις χώρες της Ευρώπης, η ενσωμάτωση του κύματος των προσφύγων εκτιμάται ότι θα πάρει περισσότερο χρόνο από όσο θα χρειαζόταν σε διαφορετική χρονική στιγμή, πράγμα που όπως είναι φυσικό θα περιορίσει την συνεισφορά τόσο των προσφύγων όσο και των ντόπιων. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι αιτούντες άσυλο τείνουν να επιλέγουν χώρες με καλές οικονομικές συνθήκες και προοπτικές στην αγορά εργασίας. 

Μακροπρόθεσμα, ο πληθυσμός της Ευρώπης αναμένεται να γεράσει γρήγορα, γεγονός που αντανακλά τις δεκαετίες υπογεννητικότητας και την αύξηση του μέσου όρου ζωής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρώπης ο δείκτης μεταξύ των άνω των 65 ετών και των  εργαζομένων θα αυξηθεί απότομα από το 30 του 2015 σε άνω των 55 μέχρι το 2050 λόγω της έλλειψης των μεταναστών. Κάτι τέτοιο θα περιορίσει σημαντικά την ανάπτυξη και θα περιορίσει σημαντικά τη δημόσια οικονομία, τις συντάξεις και τα επιδόματα. Η μετανάστευση θα μπορούσε να συμβάλει στην καταπολέμηση των οικονομικών επιπτώσεων της μετάβασης αυτής. 

Μικρή αλλά σημαντική η επίπτωση των προσφύγων στο συνταξιοδοτικό 

Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2015 σκιαγραφείται ο αντίκτυπος του πληθυσμού που έχει βγει σε σύνταξη και άλλες κυβερνητικές δαπάνες και επισημαίνει ότι δεν προϋποτίθενται αλλαγές στο συνταξιοδοτικό. Μία από τις παραμέτρους του βασικού σεναρίου δείχνει ότι μια μείωση της ροής των προσφύγων κατά 210.000 άτομα το χρόνο μεταξύ του 2015 και του 2030 θα είχε ως αποτέλεσμα να δαπανηθούν περισσότερα σε συντάξεις του 0,1% του ΑΕΠ μέχρι το 2030. Εφαρμόζοντας αυτή τη σχέση αντίστροφα και εάν υποθέσουμε πως οι επιπτώσεις ακολουθούν γραμμική ροή, και εάν υποθέσουμε πως όλοι οι πρόσφυγες έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τις μέσες εκτιμήσεις της Κομισιόν, τότε οι δαπάνες για τις συντάξεις μέχρι το 2030 θα μειωθούν κατά σχεδόν ¼ της μονάδας του ΑΕΠ της ΕΕ. 

Σαφώς οι επιπτώσεις ποικίλουν ανάλογα με τα ποσοστό εισροής των προσφύγων, με τις χώρες που δέχονται τους περισσότερους πρόσφυγες να έχουν την μεγαλύτερη μείωση. 

Η προβλεπόμενη αύξηση των προσφύγων θα περιορίσει μακροπρόθεσμα και τα υγειονομικά έξοδα, καθώς οι εργαζόμενοι βασίζονται σε μικρότερο βαθμό στις υπηρεσίες αυτές από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. 

Ο αντίκτυπος όμως στην υγεία θα είναι σαφώς μικρότερος σε σύγκριση με το συνταξιοδοτικό, διότι οι πρόσφυγες θα κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας αμέσως μετά την άφιξή τους στην χώρα υποδοχής, ενώ θα κάνουν αίτηση να βγουν σε σύνταξη μακροπρόθεσμα και εφόσον έχουν φτάσει σε ανάλογη ηλικία.