Ακόμη και αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προχωρήσει σε αρνητική αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αγορές ομολόγων, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), υπό τον απαράβατο όρο ότι θα ολοκληρωθεί έγκαιρα η δεύτερη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Ερωτηθείς σχετικά από δημοσιογράφο στη σημερινή συνέντευξη Τύπου για την ανακοίνωση των αποφάσεων του συμβουλίου της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική, ο Μάριο Ντράγκι επανέλαβε τη γνωστή του τοποθέτηση, περί άμεσης συσχέτισης της ένταξης των ομολόγων στο QE με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Του Νώντα Χαλδούπη
Σε αντίθεση, όμως, με την καθιερωμένη από το παρελθόν πρακτική, όπου το ΔΝΤ είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, αυτή την φορά η ΕΚΤ, όπως ανέφερε ο κ. Ντράγκι, θα βασίσει τις αποφάσεις της σε ανεξάρτητη αξιολόγηση (independent evaluation) του ελληνικού χρέους, που προφανώς δεν θα επηρεασθεί κατ’ ανάγκη από τις εκτιμήσεις του Ταμείου.
Αυτό που επισήμανε ο κ. Ντράγκι δεν αποτελεί νέο στοιχείο. Ήταν γνωστό ότι το τρίτο πρόγραμμα για την Ελλάδα βρίσκεται υπό την «ομπρέλα» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας χωρίς, για πρώτη φορά από το 2010, να συμμετέχει χρηματοδοτικά το ΔΝΤ. Σε αυτό το πλαίσιο, είχε αποφασισθεί ότι η ΕΚΤ θα συντάξει δική της έκθεση βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού χρέους.
Όμως, ως τώρα ήταν αναμενόμενο η ΕΚΤ να μη θελήσει να αξιολογήσει με διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με το ΔΝΤ, τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς μια τέτοια απόκλιση από τις εκτιμήσεις του θεσμού που έχει τα παγκόσμια πρωτεία σε τέτοιες αξιολογήσεις θα δημιουργούσε προβλήματα αξιοπιστίας στο ελληνικό πρόγραμμα και αμφιβολίες για την αμεροληψία της ΕΚΤ.
Φαίνεται, πάντως, ότι η ΕΚΤ προετοιμάζεται για πιθανό αδιέξοδο στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου για το ελληνικό χρέος, ως αποτέλεσμα μιας αδυναμίας της Γερμανίας και του ΔΝΤ να γεφυρώσουν τις διαφορές τους.
Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΚΤ μπορεί να αξιολογήσει ως βιώσιμο το ελληνικό χρέος, χωρίς να υπάρχει μια πλήρης συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης που θα ληφθούν, λαμβάνοντας υπόψη ακόμη και γενικού χαρακτήρα δεσμεύσεις που θα αναλάβουν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών (π.χ.: καθιέρωση ενός αυτόματου μηχανισμού παρέμβασης στο χρέος μετά το 2018, που θα εγγυάται ότι θα λαμβάνονται όποια μέτρα αναδιάρθρωσης χρειάζονται για να μην ξεπερνούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους το 15% του ΑΕΠ).
Άλλωστε, κατ’ επανάληψη η ΕΚΤ έχει προσαρμόσει με πολιτικό τρόπο τους δικούς της χρηματοδοτικούς κανόνες, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, το 2012 με τεράστιου ύψους χρηματοδοτήσεις τις ελληνικές τράπεζες, πριν ακόμη η τότε νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Σαμαρά αποφασίσει να προχωρήσει στην εφαρμογή του μνημονίου.
Για την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος το σημαντικότερο που περιμένουν από τις συζητήσεις του Δεκεμβρίου για το χρέος (εφόσον, βέβαια, ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και οι διαπραγματεύσεις δεν αναβληθούν) δεν είναι μια πλήρης συμφωνία για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αλλά μια συμφωνία που, ακόμη και αν δεν γίνει αποδεκτή από το ΔΝΤ, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να εισέλθει σε ένα ενάρετο κύκλο αύξησης των επενδυτικών ροών στην οικονομία και των καταθέσεων.
Αν δεν καταστεί αυτό εφικτό τώρα, το... τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης θα έχει ουσιαστικά χαθεί, αφού η επόμενη συζήτηση για το χρέος θα πρέπει να γίνει μετά τις γερμανικές εκλογές, τη στιγμή που το QE λήγει κανονικά τον Μάρτιο του 2017 και υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις εντός της ΕΚΤ στα σχέδια επέκτασης και διεύρυνσής του.
Μάλιστα, σήμερα ο Μ. Ντράγκι υποχρεώθηκε εμμέσως να αναγνωρίσει ότι η έκθεση ειδικής επιτροπής για το QE, που συζητήθηκε στο συμβούλιο, υποστηρίζει το σταδιακό τερματισμό του προγράμματος. Διευκρίνισε, πάντως, ότι τις τελικές αποφάσεις δεν λαμβάνει κάποια εσωτερική επιτροπή, αλλά το συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο παράτασης του QE.