Στη σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ο δρόμος για την κατάκτηση της ευημερίας περνά μέσα από τη διεθνή αγορά κεφαλαίων. Όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει μία περίπτωση χώρας, που να έχει κατακτήσει την ευημερία σε καθεστώς αποκλεισμού από την αγορά –ακόμη και η Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο κάνει τα πάντα για να αποφύγει μια στάση πληρωμών στους επενδυτές της αγοράς ομολόγων.
Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Από αυτή την άποψη, η πρώτη –και επιτυχής- έκδοση 5ετών τίτλων από το 2014 αποτελεί ένα απαραίτητο πρώτο βήμα για να φθάσουμε σε αυτό που έχει ανάγκη η οικονομία, ύστερα από την καταστροφική ύφεση των τελευταίων ετών: την επανεκκίνηση των ιδιωτικών επενδύσεων, που αποτελούν αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη.
Ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί ότι η Ελλάδα δανείσθηκε φθηνά, ή έστω ότι δανεισθήκαμε φθηνότερα από τον Απρίλιο του 2014, όταν η τότε κυβέρνηση Σαμαρά είχε πετύχει την πρώτη διάθεση ομολόγων από την άνοιξη του 2010, όταν η πόρτα της αγοράς είχε κλείσει για την Ελλάδα και άρχιζε η μεγάλη περιπέτεια του φθηνού μεν, αλλά με πολύ σκληρούς όρους δανεισμού από τους πιστωτές του επίσημου τομέα (κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ΔΝΤ).
Μπορεί το κουπόνι και η απόδοση διάθεσης των νέων τίτλων να ήταν ελαφρώς χαμηλότερα από το 2014 (στο 4,375% και 4,625% αντίστοιχα), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από το 2014 ως τώρα το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων της ευρωζώνης για μια 5ετία έχει υποχωρήσει θεαματικά και η Ελλάδα δεν κατάφερε να επωφεληθεί όσο θα μπορούσε από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το επιτόκιο 5ετών κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης είναι πια χαμηλότερο από 0,5%.
Το 2014, το spread διάθεσης των τίτλων, σε σχέση με την απόδοση των αντίστοιχων γερμανικών ήταν 435 μονάδες βάσης, ενώ τώρα διαμορφώθηκε σχεδόν 0,50% υψηλότερα, στις 481 μονάδες βάσης, καθώς το γερμανικό επιτόκιο δανεισμού είναι πλέον αρνητικό –η διεθνής αγορά πληρώνει την Γερμανία για το προνόμιο να «παρκάρει» με ασφάλεια τα κεφάλαια στα ομόλογά της.
Είδηση είναι ότι μας δάνεισαν!
Όλα αυτά, όμως, είναι τεχνικές λεπτομέρειες: στην πραγματικότητα, είδηση παγκόσμιας εμβέλειας (δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα έγινε βασικό στην έντυπη έκδοση των “Financial Times”) είναι ότι η Ελλάδα, το «μαύρο πρόβατο» της αγοράς ομολόγων, κατάφερε πάλι να δανεισθεί, ασχέτως κόστους και όρων.
Αν δει κανείς το διάγραμμα με τις πιθανότητες πτώχευσης της χώρας, όπως αυτές υπολογίζονται με βάση τις τιμές των CDS (Credit Default Swaps: συμβόλαια ασφάλισης έναντι του κινδύνου πτώχευσης) θα καταλάβει πόσο μακρύ και δύσκολο ταξίδι χρειάσθηκε να κάνει η χώρα, για να φθάσει στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν στα τέλη του 2014, με ευθύνη των κυβερνήσεων Τσίπρα.
Στα τέλη του 2014, οι πιθανότητες πτώχευσης της χώρας ήταν κάτω από το 40%. Μόλις εξελέγη η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας, με υπουργό Οικονομικών τον Γιάνη Βαρουφάκη και με ατζέντα τη σύγκρουση με τους επίσημους πιστωτές για να εκβιασθεί ένα «κούρεμα» του χρέους, τα συμβόλαια CDS εξαφανίσθηκαν και η πιθανότητα χρεοκοπίας έφθασε το 100%. Χρειάσθηκε να εγκαταλείψει ο Αλέξης Τσίπρας τον Γιάνη Βαρουφάκη, να ξεχάσει όλα όσα έλεγε για να εκλεγεί πρωθυπουργός, να συμβιβασθεί απόλυτα με τους επίσημους πιστωτές, για να φθάσουμε πάλι σήμερα να έχουν μειωθεί οι πιθανότητες πτώχευσης στο 30%.
Ευτύχημα είναι, ίσως, ότι οι πολίτες αυτής της χώρας, μέσα από τη δύσκολη αυτή διαδρομή, αντιλαμβάνονται πλέον ότι δεν έχει την παραμικρή επαφή με την πραγματικότητα το… αξίωμα Τσίπρα περί αγορών που θα χορέψουν στο ρυθμό των νταουλιών μιας αριστερής κυβέρνησης, θα υποταχθούν στη βούληση των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αντίθετα, ισχύει το αξίωμα του Τζέιμς Κάρβιλ, πολιτικού συμβούλου του Μπιλ Κλίντον, ο οποίος έχει πει ότι στην επόμενη ζωή του δεν θα ήθελε να επιστρέψει στη γη ως πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά ως… αγορά ομολόγων. Επειδή αυτή μπορεί να τρομοκρατεί τους πάντες.
Παράθυρο ευκαιρίας
Η επιστροφή στις αγορές δεν είναι το τέλος του ταξιδιού. Όλοι οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για την προσέλκυση κεφαλαίων όχι μόνο σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου (ομόλογα, μετοχές) αλλά και σε άμεσες επενδύσεις, που θα φέρουν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Ένα παράθυρο, όμως, που μπορεί να κλείσει με την ταχύτητα που πατιέται ένα πλήκτρο σε πληκτρολόγιο υπολογιστή, αν ξεχάσουμε ότι η Ελλάδα οφείλει στο εξής να εφαρμόζει απαρέγκλιτα μια συνετή δημοσιονομική πολιτική και υιοθετήσει επιτέλους τις μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν την οικονομία σε παραγωγικές και διεθνώς ανταγωνιστικές μορφές οικονομικής δραστηριότητας.
Άλλα «δωρεάν γεύματα» από την αγορά ομολόγων δεν πρέπει να περιμένουμε. Ως το 2060 (και βλέπουμε…) δεν θα επιστρέψουμε στις εποχές όπου μπορούσε ο αρμόδιος για το χρέος υφυπουργός Οικονομικών να «τραβάει» 3 δισ. ευρώ το μήνα με εκδόσεις νέων τίτλων από την αγορά, όπως συνέβαινε ως το 2008 και με αυτά τα ασύλληπτα, για την εποχή μας, ποσά να χρηματοδοτούνται κάθε είδους σπάταλες του Δημοσίου και πελατειακές πολιτικές παροχών.
Το Δημόσιο στο εξής θα δανείζεται από την αγορά μόνο για να αναχρηματοδοτεί παλαιό χρέος, αλλά θα είναι υποχρεωμένο να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα για να καλύπτει τις δαπάνες τόκων χωρίς νέο δανεισμό. Η συνεχής χρηματοδότηση του Δημοσίου από την αγορά με όσο το δυνατό χαμηλότερο κόστος έχει αξία για δύο λόγους: αφενός, για να μπορέσουμε μετά το 2018 να ξεφύγουμε από τη μέγγενη του δανεισμού από τον επίσημο τομέα με ασφυκτική επιτήρηση, αφετέρου για να δανεισθεί ή να αντλήσει κεφάλαιο ο ιδιωτικός τομέας, με κόστος που δεν θα «πνίγει» την επενδυτική δραστηριότητα.
Η επάνοδος του Δημοσίου στην αγορά ομολόγων σηματοδοτεί, στην πραγματικότητα, την εκκίνηση μιας νέας περιόδου για την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Οι επενδυτές χαρτοφυλακίου, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις μετάβασης μιας οικονομίας από την καταστροφή στην ανάκαμψη, σηματοδοτούν ότι η Ελλάδα δεν είναι πια ένας τόπος καταστροφής επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά ένας προορισμός που μπορεί να προσφέρει κέρδη και αποδόσεις στους επενδυτές.
Για να φθάσουμε, όμως, στο επόμενο στάδιο, όπου θα κινητοποιηθούν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις, χρειάζεται να αφήσουμε πίσω κακές συνήθειες του παρελθόντος και να προσφέρουμε στους υποψήφιους επενδυτές ένα οικονομικό περιβάλλον που δεν θα δημιουργεί συνεχώς κόστη και εμπόδια στις προσπάθειές τους. Χρειάζεται επειγόντως να πείσουμε ότι η χώρα διαθέτει αξιόπιστους θεσμούς και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, μια κυβέρνηση που, με όλους τους περιορισμούς της δημοσιονομικής πολιτικής, προσπαθεί ειλικρινά για τη μείωση των φορολογικών βαρών και της δημόσιας σπατάλης, καθώς και ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα, που θα μπορεί να χρηματοδοτήσει και πάλι τον ιδιωτικό τομέα.
Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση, όσες μεταλλάξεις και αν έχει υποστεί για να προσαρμοσθεί στην πραγματικότητα, δεν είναι η κατάλληλη για να δημιουργήσει το περιβάλλον, που θα προσελκύσει τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας. Άνθρωποι που κάποτε πίστεψαν ότι μπορούν με τα νταούλια να κάνουν την αγορά ομολόγων να χορεύει στους ρυθμούς τους είναι προφανές ότι θα χρειασθούν αρκετά χρόνια για να καταλάβουν τι χρειάζεται για να φέρουμε κεφάλαια στην Ελλάδα. Η οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να τους περιμένει.
*Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.