Πρωτοφανή ποσά ρευστότητας και μάλιστα με αρνητικό επιτόκιο λαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να ενισχύσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού, αλλά εξακολουθούν να χορηγούν δάνεια με... σταγονόμετρο, ενώ χρησιμοποιούν τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ για να ενισχύουν την κερδοφορία τους.
Η μηνιαία λογιστική κατάσταση της Τράπεζας της Ελλάδος για το μήνα Ιούλιο αποκαλύπτει ότι μέσα σε λίγους μήνες το ποσό που έχουν λάβει ως μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ, μέσα από το ειδικό πρόγραμμα που δημιουργήθηκε για την περίοδο της πανδημίας, έχει ανέλθει στα 36,758 δισ. ευρώ.
Έχει ενδιαφέρον η κλιμάκωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από αυτή την πηγή μέσα στους μήνες της κρίσης. Τον Δεκέμβριο του 2019, δηλαδή πριν γίνουν δεκτά τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως ενέχυρο για χρηματοδότηση, λόγω των έκτακτων συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, οι ελληνικές τράπεζες εμφάνιζαν μια χρηματοδότηση από τα «κανονικά» προγράμματα της ΕΚΤ, ύψους 8,1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό μόλις 3% του ενεργητικού τους.
Επτά μήνες μετά, είχαν αυξήσει κατά 4,5 φορές ή κατά 26,6 δισ. ευρώ τη χρηματοδότησή τους από την κεντρική τράπεζα και, μάλιστα, στο σύνολό της αυτή η ένεση ρευστότητας παρέχεται με αρνητικό επιτόκιο έως -1%, δηλαδή η ΕΚΤ πληρώνει τις τράπεζες για να τις δανείζει.
Τυπικά, αυτά τα δάνεια παρέχονται από την ΕΚΤ για να υποστηριχθεί η πραγματική οικονομία με πρόσθετη ρευστότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν εξαιρετικά φειδωλές στις χορηγήσεις δανείων. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως αποτυπώνονται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο σε σχετικό γράφημα, δείχνουν ότι στο τετράμηνο Μαρτίου - Ιουνίου, δηλαδή στην περίοδο όξυνσης της κρίσης, οι τράπεζες χορήγησαν συνολικά νέα επιχειρηματικά δάνεια της τάξεως των 4 δισ. ευρώ, με μικρό μέρος αυτών να χορηγείται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (γαλάζια μπάρα). Επιπλέον, τα επιτόκια παρέμειναν αρκετά υψηλά, ειδικά για τις ΜμΕ παρότι οι τράπεζες δανείζονται με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ.
Ακόμη και με τα προγράμματα που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση για την υποστήριξη του δανεισμού των επιχειρήσεων (επιδότηση επιτοκίου, εγγυήσεις δανείων), οι τράπεζες εκτιμούν, σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, ότι φέτος τα νέα δάνεια θα ανέλθουν σε 17 δισ. ευρώ, ποσό πολύ μικρότερο από τη ρευστότητα που λαμβάνουν από τα προγράμματα της ΕΚΤ.
Στη γλώσσα των κεντρικών τραπεζιτών, αυτό περιγράφεται ως χαλασμένος ιμάντας μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής: η κεντρική τράπεζα θέλει να στηρίξει την πραγματική οικονομία με ρευστότητα, αλλά τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος (πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, χαμηλή κερδοφορία) δεν του επιτρέπουν να μεταφέρει την παρεχόμενη ρευστότητα στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, ύστερα από πολλά χρόνια οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών είναι τόσο κακή, που είναι δύσκολο να βρεθούν φερέγγυοι δανειολήπτες.
Πώς χρησιμοποιείται, όμως, αυτή η ρευστότητα; Όπως τόνιζε σε πρόσφατη ανάλυσή της η HSBC, ο δανεισμός από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο αποτελεί την κύρια στήριξη των καθαρών εσόδων από τόκους των ελληνικών τραπεζών. H EKT δέχεται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως ενέχυρο, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στις τράπεζες να αγοράζουν κρατικά ομόλογα χωρίς τους περιορισμούς που ίσχυαν μέχρι πρόσφατα. «Οι δύο αυτές αλλαγές», εξηγεί η HSBC, «παρέχουν στις ελληνικές τράπεζες ευκαιρίες αρμπιτράζ, δηλαδή μπορούν να δανειστούν από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του TLTRO-3 με -100 μονάδες βάσης (για το πρώτο έτος) και να αγοράσουν κρατικά ομόλογα (που αποφέρουν περίπου 1,1%). Μπορούν, επίσης, να δανείζουν σε εταιρείες με κρατικές εγγυήσεις (με επιτόκιο περίπου 3,5%). Τα οικονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου αποκάλυψαν ότι οι τράπεζες αξιοποιούν αυτές τις ευκαιρίες. Η χρηματοδότηση της ΕΚΤ θα προσθέσει 13 μονάδες βάσης στο καθαρό περιθώριο επιτοκίου για το 2020».
Ουσιαστικά, δηλαδή, με εξαίρεση τα λίγα και ακριβά δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες στις επιχειρήσεις και μάλιστα με κρατική εγγύηση, το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας που λαμβάνουν από την ΕΚΤ χρησιμοποιείται για να βγαίνει ένα εύκολο... μεροκάματο μέσω τοποθετήσεων σε κρατικά ομόλογα. Αυτό έχει μια αξία για την οικονομία, στο βαθμό που βοηθά το Δημόσιο να διατηρεί πρόσβαση στην αγορά ομολόγων και να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια, αλλά οι επιχειρήσεις δεν παύουν να ασφυκτιούν από την έλλειψη χρηματοδότησης, εν μέσω μιας πολύ σοβαρής κρίσης, που απειλεί να οδηγήσει χιλιάδες επιχειρήσεις σε κατάρρευση.