Ρεκόρ για τον ελληνικό πληθωρισμό στα τρόφιμα καταγράφει η Παγκόσμια Τράπεζα, με στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι οι ανατιμήσεις στην Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες παγκοσμίως, αν εξαιρεθούν φτωχές χώρες της Αφρικής που αντιμετωπίζουν διατροφική κρίση, ή χώρες με εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό, όπως η Τουρκία.
Στο τακτικό δελτίο που εκδίδει η Παγκόσμια Τράπεζα για την κατάσταση της διατροφικής ασφάλειας παγκοσμίως, η Ελλάδα περιλαμβάνεται στη λίστα των δέκα χωρών με τον υψηλότερο «καθαρό» πληθωρισμό τροφίμων, δηλαδή τον πληθωρισμό που υπολογίζεται αν αφαιρεθεί από τις τιμές των τροφίμων ο γενικός ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού σε μια χώρα.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, ο οποίος μοιάζει να επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι το πρόβλημα της ακρίβειας σε βασικά είδη σχετίζεται με υπερβολική αύξηση των περιθωρίων κέρδους των προμηθευτικών και εμπορικών επιχειρήσεων και λιγότερο με τις επιδράσεις διεθνών φαινομένων, ο πραγματικός πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 11%, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που υπήρχαν για την περίοδο έως και τον Μάιο.
Ο πραγματικός πληθωρισμός στα τρόφιμα
Καμία άλλη ανεπτυγμένη χώρα δεν είχε τόσο υψηλό πληθωρισμό, ενώ υψηλότερες τιμές παρατηρούνται σε χώρες με υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό, όπως η Ζιμπάμπουε και η Τουρκία και σε πολύ φτωχές χώρες που αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα διατροφικής ασφάλειας.
Στην ανάλυσή της, η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνει ότι ο πληθωρισμός των τιμών τροφίμων παραμένει υψηλός σε πολλές χώρες χαμηλού, μεσαίου και υψηλού εισοδήματος. Η απόσυρση της Ρωσίας από την Πρωτοβουλία για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας (BSGI) εγείρει ανησυχίες στις παγκόσμιες αγορές. Η Ινδία επέβαλε απαγόρευση εξαγωγής ρυζιού (εκτός από το μπασμάτι) σε μια εποχή αυξημένων παγκόσμιων ανησυχιών για τις διεθνείς τιμές των τροφίμων με την έξοδο της Ρωσίας από το BSGI.
Αν και έχουν σημειωθεί αυξήσεις το τελευταίο διάστημα σε αρκετές κατηγορίες βασικών αγροτικών προϊόντων, η Παγκόσμια Τράπεζα επισημαίνει ότι, σε ετήσια βάση, οι τιμές του καλαμποκιού και του σιταριού είναι 15% και 17% χαμηλότερες. Οι τιμές του ρυζιού, πάντως, είναι 16% υψηλότερες. Οι τιμές του καλαμποκιού, του σιταριού και του ρυζιού είναι 8%, 11% και 3% υψηλότερες, αντίστοιχα, από ό,τι τον Ιανουάριο του 2021.
Σε γενικές γραμμές, όπως φαίνεται στο γράφημα, οι διεθνείς τιμές των δημητριακών εκτοξεύθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά έκτοτε υποχωρούν και έχουν πλησιάσει στα επίπεδα του 2021.
Οι επιχειρήσεις διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους
Ο μεγάλος πονοκέφαλος για την κυβέρνηση είναι οι... άγριες διαθέσεις που δείχνουν οι προμηθευτικές επιχειρήσεις στα κυριότερα είδη διατροφής, οι οποίες περνούν συνεχώς στα ράφια ανατιμήσεις, που δεν αντανακλούν αυξήσεις σε στοιχεία κόστους, αλλά τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους τους
Οπως διαπιστώνεται, δεν υπάρχει έντονος ανταγωνισμός στην αγορά, ενώ οι καταναλωτές μειώνουν τον όγκο προϊόντων που αγοράζουν, προκειμένου να αντμετωπίσουν τις ανατιμήσεις.
Το υπουργείο Ανάπτυξης επιχειρεί, μέσω ελέγχων, να επαναφέρει τα περιθώρια κέρδους των προμηθευτικών επιχειρήσεων στο επίπεδο όπου βρίσκονταν στο τέλος του 2021. Αυτή την περίοδο δίνεται έμφαση στους ελέγχους στις αλευροβιομηχανίες, ενώ γενικότερα αυτοί θα επικεντρωθούν στα συσκευασμένα και επί ζυγίω τρόφιμα, σε είδη προσωπικής φροντίδας και υγιεινής, σε προϊόντα φροντίδας σπιτιού (απορρυπαντικά, καθαριστικά κ.λπ.), σε είδη και τροφές για κατοικίδια, καθώς και σε σχολικά είδη.
Θα συνεχιστούν οι ανατιμήσεις
Παράλληλα, το υπουργείο προσπαθεί να σπάσει το διαχωριστικό φράγμα ανάμεσα στο καλάθι του νοικοκυριού, όπου τα σούπερ μάρκετ εντάσσουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και στα επώνυμα προϊόντα, τα οποία ακολουθούν τη δική τους τιμολογιακή πορεία. Ο υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας ζήτησε από τα σούπερ μάρκετ να περιλάβουν τουλάχιστον ένα επώνυμο προϊόν σε καθεμιά από τις κατηγορίες του καλαθιού του νοικοκυριού και μένει να φανεί πώς και με ποια επίδραση θα εφαρμοσθεί αυτό το μέτρο.
Όλα δείχνουν, πάντως, ότι και το δεύτερο εξάμηνο του 2023 οι τιμές στα τρόφιμα θα παραμείνουν «καυτές» και οι όποιες ελπίδες για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τροφίμων μετατίθενται πλέον το 2024.