Ελλάδα

«Όχι» της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο σχέδιο Πισσαρίδη


Κατά του σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη τάσσεται η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έπειτα από συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε επί του θέματος στις 12 Δεκεμβρίου. Ειδικότερα σε ότι αφορά την αποτίμηση του τελικού σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη πραγματοποιήθηκε εισήγηση εκ μέρους του Προεδρείου της Ένωσης.

Υπέρ της εισήγησης τάχθηκαν οκτώ μέλη του Δ.Σ. και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος, Χρ. Σεβαστίδης, η Αντιπρόεδρος, Αικ.Ντόκα, η Β΄ Αντιπρόεδρος, Αικ. Μάτση, ο Γεν.Γραμματέας, Π. Μποροδήμος, η Αναπλ. Γεν.Γραμματέας, Ευθ. Κώστα, η Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης, Ι. Ξυλιά, ο Αναπλ. Υπεύθυνος Οικονομικής Διαχείρισης, Μ. Τσέφας και ο εκπρόσωπος Τύπου, Χαρ. Σεβαστίδης. Αρνητικά ψήφισαν επτά μέλη του Δ.Σ. και συγκεκριμένα η Μ. Στενιώτη, ο Χαρ. Μαυρίδης, η Ελ. Κώνστα, ο Κ. Βουλγαρίδης, ο Δ. Φούκας, ο Ν. Βελίας και ο Μ. Φωτάκης.

Πιο αναλυτικά όπως αναφέρεται στην εισήγηση που έγινε δεκτό το σχέδιο ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη στην ουσία αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη «ως μοχλό προσέλκυσης επενδύσεων και όχι ως κρατικό θεσμό απονομής δικαίου», ενώ υπογραμμίζει πως «μια τέτοια αντιμετώπιση της τρίτης κρατικής Λειτουργίας συνιστά σαφή υποβιβασμό της σε απλό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής από την Κυβέρνηση και βρίσκεται πέρα από την αποστολή που της αναθέτει ο Συνταγματικός Νομοθέτης».

Aναλυτικά η θέση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:

Το επικαιροποιημένο Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία (Επιτροπή Πισσαρίδη) περιλαμβάνει μεταξύ άλλων διατάξεις για τη Δικαιοσύνη. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζεται ως μοχλός προσέλκυσης επενδύσεων και όχι ως κρατικός θεσμός απονομής δικαίου. Ήδη η εισαγωγική παράγραφος 4.2.1 του Σχεδίου ξεκινάει με την διαπίστωση ότι «η αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης είναι κομβική για την απορρόφηση των πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης» και στη συνέχεια παρατίθενται στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για την αντίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων περί δικαστικής ανεξαρτησίας. Μια τέτοια αντιμετώπιση της τρίτης κρατικής Λειτουργίας συνιστά σαφή υποβιβασμό της σε απλό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής από την Κυβέρνηση και βρίσκεται πέρα από την αποστολή που της αναθέτει ο Συνταγματικός Νομοθέτης.

Ειδικότερα ως προς τα επιμέρους στοιχεία του Σχεδίου:

Α) Ορθά διαπιστώνει ότι υπάρχει έλλειψη επαρκούς υποστήριξης των Δικαστών από Δικαστικούς Υπαλλήλους με χαρακτηριστική αναφορά του μέσου όρου υπαλλήλων ανά Δικαστή στις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης (3,1 προς 1) σε σχέση με το ΣτΕ (0,5 προς 1). Το συγκεκριμένο θέμα τέθηκε από την Ένωσή μας στην τελευταία συνάντηση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και εκτιμούμε ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα με αύξηση των υφισταμένων ήδη κενών. Γίνεται επίσης σωστά η επισήμανση της ανάγκης αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης μετά από πρόταση του ίδιου του Δικαστικού Σώματος. Κατά την διαδικασία της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης η Ένωσή μας μετά από διάλογο και ψηφοφορία στα πλαίσια της Γενικής της Συνέλευσης ζήτησε επίμονα την αλλαγή της σχετικής διάταξης, πρόταση ωστόσο που δεν υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία της Βουλής.

Β) Στην υποπαράγραφο «Πόροι και δομές» το Σχέδιο προτείνει τη δημιουργία «επίκουρων» δικαστικών λειτουργών επικαλούμενο νομοθεσίες άλλων Κρατών, παραβλέποντας ότι το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ισόβιους δικαστές και απαγορεύοντας τη δημιουργία ειδικής κατηγορίας δικαστών επί θητεία που θα είναι εξαρτημένοι και δέσμιοι κάθε φορά της επιθυμίας για παράταση της θητείας τους.

Αντιμετωπίζοντας τη Δικαιοσύνη ως εμπόρευμα με τη λογική κόστους- οφέλους καταλήγει να προτείνει μια γεωγραφική ανακατανομή των Δικαστηρίων με συγχώνευση περιφερειακών σε μεγαλύτερες μονάδες «καθώς το όφελος της διακριτής τους ύπαρξης είναι μικρό σε σχέση με το κόστος για τον φορολογούμενο». Η πρόσβαση ωστόσο στη Δικαιοσύνη είναι δημόσιο αγαθό και συνταγματικό δικαίωμα ακόμα και για τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Συνιστά δε κρατική υποχρέωση η διευκόλυνση της πρόσβασης αυτής και όχι η παρεμπόδισή της με οποιονδήποτε τρόπο. Την ίδια στιγμή το Σχέδιο στο Κεφάλαιο «πόροι και δομές» προτείνει την διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών σε μικρότερα Δικαστήρια, μία πρόταση που απορρίφθηκε με εκτενή αιτιολογία τόσο από τις Δικαστικές Ενώσεις όσο και από τους Δικηγορικούς Συλλόγους όταν τέθηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2018. Η συγκεκριμένη πρόταση δεν βρίσκει κανένα έδαφος εφαρμογής στις παρούσες συνθήκες διότι λείπουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την υλοποίησή της, όπως η αύξηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού για την χρηματοδότηση των Δικαστικών κτιρίων και η σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων.

Μετά την ψήφιση του ν. 4700/20 που θεσμοθέτησε ειδικά επενδυτικά δικαστήρια για ζητήματα ενέργειας, επικοινωνιών και προσωπικών δεδομένων, το Σχέδιο προτείνει διεύρυνση του νόμου και σε άλλες διαφορές «σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος» όπως ο ανταγωνισμός, η πτώχευση, η εταιρική διακυβέρνηση. Πέρα από το γεγονός ότι υφίστανται ήδη Τμήματα Εμπορικού Δικαίου στα μεγάλα Δικαστήρια της Χώρας με το παραπάνω αντικείμενο, μια διεύρυνση του ν. 4700/20 στην παραπάνω κατεύθυνση θα οδηγήσει σε μια περαιτέρω αποδυνάμωση όλων των υπόλοιπων τμημάτων των Δικαστηρίων, που εκδικάζουν διαφορές ιδιωτών (οικογενειακές, εργατικές, μισθωτικές κλπ) για χάρη της ταχύτερης επίλυσης των επιχειρηματικών διαφορών.

Στην υποπαράγραφο 4.2.3 «Εκπαίδευση, κατάρτιση, αξιολόγηση και εξέλιξη» δείχνει μια επιμονή στην υπερεκτίμηση των διοικητικών καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, τη στιγμή που αποκλειστική θεσμική υποχρέωσή τους είναι η παροχή δικαιοδοτικού έργου. Συνδέει μάλιστα τις διοικητικές ικανότητες του δικαστικού λειτουργού σε κριτήριο προαγωγής του σε επόμενο βαθμό. Ο δικαστικός λειτουργός που του ανατίθενται καθήκοντα διοίκησης Δικαστηρίου/ Εισαγγελίας για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, θα αρκούσε να συνεπικουρούνταν στο έργο του από υπαλλήλους εξειδικευμένους στην οργάνωση της διοίκησης.