Χρηστικά

Ό,τι έκρυψαν από την εφορία, καλώς τα έκρυψαν!


Αθωώνονται και παύουν οι διώξεις για όσους αποδεδειγμένα φοροδιέφυγαν, αυξάνοντας τις καταθέσεις τους σε ελληνικές τράπεζες, δυσανάλογα με τα εισοδήματα που δήλωναν στην εφορία, αλλά πέρασε μια πενταετία.

Αυτό προκύπτει από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία αποσαφηνίζεται πως οι πρωτογενείς τραπεζικές καταθέσεις δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία, που να δικαιολογούν την επέκταση του χρόνου παραγραφής των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, πέραν της πενταετίας.

Πρόκειται για την απόφαση ΣτΕ 172/2018, η οποία ταυτόχρονα θεωρεί πως, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά» στοιχεία οι πληροφοριακές εκθέσεις του ΣΔΟΕ και οι ανώνυμες καταγγελίες.

Η απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε, με αφορμή την περίπτωση 34 δικηγόρων της Αθήνας. Όπως είχε γράψει το Σin, έγινε καταγγελία στο ΣΔΟΕ,  η οποία ανέφερε ότι 34 δικηγόροι των Αθηνών φοροδιαφεύγουν.

Κατόπιν, το ΣΔΟΕ Αττικής διέταξε να διενεργηθούν έλεγχοι και στους 34 αυτούς δικηγόρους. Μάλιστα έγινε άρση του τραπεζικού απορρήτου στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών των δικηγόρων και βρέθηκε αναντιστοιχία καταθέσεων και φορολογικών δηλώσεων.

Ωστόσο, ένας εξ αυτών προσέφυγε στη διοικητική δικαιοσύνη, καθώς η ΙΓ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών του καταλόγισε διορθωτικό φόρο εισοδήματος και πρόσθετο φόρο λόγω ανακρίβειας των φορολογικών δηλώσεών του πλέον της 5ετίας, θεωρώντας πως η υπόθεση τους για τα έτη (μετά την πενταετία) έχουν παραγραφεί.

Υπενθυμίζεται ότι με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (1738/2017) κρίθηκε ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής και οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής είναι αντισυνταγματικές. Ακόμη, κρίθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, ότι εφόσον προκύψουν πραγματικά «συμπληρωματικά στοιχεία» ο χρόνος παραγραφής επεκτείνεται στην δεκαετία.

Όμως, με τη νέα απόφαση 172/2018, κρίνεται ότι δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», που να δικαιολογούν την επιμήκυνση των φορολογικών έλεγχων πέραν της πενταετίας, η «ανώνυμη καταγγελία» στις φορολογικές αρχές για φοροδιαφυγή και η γνωστή «πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος» του ΣΔΟΕ η οποία αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη για τον έλεγχο της φορολογικής αρχής, αλλά ούτε και οι τραπεζικές καταθέσεις.

Παράδειγμα ο Χ φορολογούμενος, που διαπιστώνεται από το ΣΔΟΕ ότι το 2000 δήλωσε καθαρό εισόδημα 25.000 ευρώ, αλλά οι καταθέσεις του στις τράπεζες αυξήθηκαν κατά 30.000 ευρώ. Παρότι είναι προφανής η δυσαναλογία εισοδήματος και καταθέσεων, η εφορία δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τον Χ φορολογούμενο, επειδή έχει περάσει πενταετία, από τη διάπραξη του αδικήματος της φοροδιαφυγής και συνεπώς η υπόθεση έχει παραγραφεί. Το ΣτΕ θεωρεί ότι οι έλεγχοι θα πρέπει να γίνεται εντός της 5ετίας εκτός και αν υπάρχουν συμπληρωματικά στοιχεία, με τα οποία ο χρόνος παραγραφής μπορεί να επεκταθεί στη 10ετία, αλλά στα συμπληρωματικά στοιχεία, δεν εντάσσονται οι τραπεζικές καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες τις οποίες όφειλε να ελέγξει έγκαιρα η φορολογική αρχή. Αντίθετα, εάν οι ενδείξεις φοροδιαφυγής προέρχονται από καταθέσεις στο εξωτερικό, τότε ισχύει η δεκαετής παραγραφή.

Η απόφαση 172/2018

Ειδικότερα, το επίμαχο τμήμα της απόφασης του ΣτΕ 172/2018 είναι το ακόλουθο:

«…τα στοιχεία των τραπεζικών καταθέσεων, ανεξαρτήτως του αν στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά» φορολογικά στοιχεία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 68 παρ. 2 του Κ.Φ.Ε., προκειμένου να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου ή την παράταση της παραγραφής, με την απόφαση ΣτΕ 172/2018 έκρινε ότι, ούτε το σύνολο των πρωτογενών καταθέσεων που εμφανίζεται σε πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Σ.Δ.Ο.Ε. και στους οικείους πίνακες, ούτε η πληροφοριακή έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Σ.Δ.Ο.Ε., ούτε η ανώνυμη καταγγελία,  αποτελούσαν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια της παρ.2 του άρθρου 68 του ν.2238/1994 (Κ.Φ.Ε.), το οποίο και βρίσκει εφαρμογή δυνάμει της παραγράφου 10 του άρθρου μόνου της ΑΎ.Ο. ΠΟΛ.1019/28.1.2011 -αντί της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3888/2010,  ικανά να δικαιολογήσουν την έκδοση συμπληρωματικής πράξης (ήδη πράξης διορθωτικού προσδιορισμού, βλ. άρθρο 72 παρ. 1 ν. 4174/2013).

»Σχετικά με τις δύο περιπτώσεις του άρθρου 68 του ΚΦΕ με τις οποίες επεκτείνεται η παραγραφή σε δέκα χρόνια (συμπληρωματικά στοιχεία και ανακρίβεια) ότι επειδή, η διάταξη της περιπτ. β της παρ. 4 του άρθρου 84 του ν.2238/1994 (ΚΦΕ), παραπέμποντας στο άρθρο 68 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, προβλέπει δεκαετή προθεσμία παραγραφής, όχι μόνο όταν η φορολογική αρχή διαπιστώνει την ύπαρξη φορολογητέας ύλης από «συμπληρωματικά στοιχεία» που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο της κατ' αρχήν προβλεπόμενης πενταετούς προθεσμίας παραγραφής (περιπτ. α της παραγράφου 2 του άρθρου 68), αλλά και όταν η υποβληθείσα δήλωση φόρου εισοδήματος αποδεικνύεται ανακριβής (περιπτ. β της παραγράφου 2 του άρθρου 68). Οι δύο αυτές περιπτώσεις νομοθετικής παρέκτασης στη δεκαετία του χρόνου παραγραφής είναι εμφανές ότι αλληλοκαλύπτονται, δεδομένου ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη μη δηλωθέντος εισοδήματος και περιέρχονται μετά την πενταετία σε γνώση της φορολογικής αρχής τεκμηριώνουν, κατ' αρχήν, και την (αντικειμενική) ανακρίβεια της υποβληθείσας δήλωσης. Ενόψει τούτου και όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 12, υπό το φως της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της περιπτ. β της παραγράφου 4 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 περιπτ. β του ΚΦΕ, περί δεκαετούς παραγραφής, εάν η ανακρίβεια της δήλωσης αποδεικνύεται, κατά την εκτίμηση της-φορολογικής αρχής, βάσει στοιχείων για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή».